Ανάπτυξη 4,2% «βλέπει» η Τράπεζα της Ελλάδας
Μετά το σαφώς πιο θετικό αποτέλεσμα του πρώτου τριμήνου, πάντα σε σχέση με τις εκτιμήσεις για διψήφια ύφεση, η Τράπεζα της Ελλάδας «βλέπει» ότι η οικονομία θα πατήσει «γκάζι» στο δεύτερο εξάμηνο και θα πιάσει ρυθμούς ανάπτυξης 4,2%.
Σύμφωνα με την Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής, η ανάκαμψη αναμένεται να είναι ιδιαίτερα δυναμική ως αποτέλεσμα της εγχώριας ζήτησης που είχε περιοριστεί, της έναρξης των έργων του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και της αναμενόμενης αύξησης των τουριστικών εισπράξεων σε σχέση με το 2020. Το 2022 και το 2023 ο ρυθμός μεταβολής της οικονομικής δραστηριότητας προβλέπεται ότι θα διαμορφωθεί σε 5,3% και 3,9% αντίστοιχα.
Οι προβλέψεις αυτές σκιάζονται, όμως, από κινδύνους, οι οποίοι σχετίζονται με την εξέλιξη της πανδημίας σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο. Παρά το γεγονός ότι το εμβολιαστικό πρόγραμμα εξελίσσεται ομαλά, η εξάπλωση των μεταλλάξεων του κορωνοϊού αποτελεί πηγή αβεβαιότητας και τυχόν επιδείνωση της πανδημίας θα μπορούσε να οδηγήσει σε υποτονική τουριστική περίοδο και να καθυστερήσει την επιστροφή στην κανονικότητα. Η άρση των μέτρων στήριξης της οικονομίας σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο θα μπορούσε να οδηγήσει σε πτωχεύσεις ορισμένων επιχειρήσεων, ιδιαίτερα σε κλάδους που έχουν πληγεί από την πανδημία, σε αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και σε επιδείνωση της αγοράς εργασίας. Ένας επιπλέον κίνδυνος πηγάζει από μια ενδεχόμενη καθυστέρηση στην απορρόφηση των πόρων του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης.
Μεσοπρόθεσμα, η αυξημένη διασύνδεση κρατικού και τραπεζικού τομέα σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο (μέσω της αυξημένης διακράτησης κρατικών ομολόγων εκ μέρους των τραπεζών, της παροχής κρατικών εγγυήσεων στο τραπεζικό σύστημα και των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων) επιτείνει τους κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Η επανεμφάνιση των δίδυμων ελλειμμάτων και το υψηλό ιδιωτικό και δημόσιο χρέος (καθώς και το υψηλό απόθεμα ενδεχόμενων υποχρεώσεων του Δημοσίου λόγω της παροχής εγγυήσεων) αποτελούν παράγοντες κινδύνου και καθιστούν περισσότερο ευάλωτη την οικονομία σε μια νέα αρνητική εξωτερική διαταραχή.
Πρόσθετο κίνδυνο σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα αποτελεί και το ενδεχόμενο τερματισμού των έκτακτων, λόγω της πανδημίας, μέτρων νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ, πριν ανακτήσουν τα ελληνικά ομόλογα την επενδυτική βαθμίδα. Σε αυτή την περίπτωση, τα ελληνικά ομόλογα θα καταστούν ευάλωτα σε ενδεχόμενες διαταραχές στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, οι οποίες θα μπορούσαν να προκύψουν από μια απότομη αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής στις ανεπτυγμένες οικονομίες ως αποτέλεσμα της ταχύτερης του αναμενομένου αύξησης του πληθωρισμού.
Ειδικά όσο αφορά στις τράπεζες, η συνεχιζόμενη πανδημία καθώς και η άρση των μέτρων στήριξης αναμένεται να επιδεινώσουν τη χρηματοοικονομική κατάσταση ορισμένων επιχειρήσεων και νοικοκυριών που έχουν πληγεί από την πανδημία και να οδηγήσει σε νέα «κόκκινα» δάνεια. Συνεπώς, οι τράπεζες οφείλουν να επανεξετάσουν την επάρκεια των προβλέψεών τους για τον πιστωτικό κίνδυνο και ειδικότερα την ικανότητα αποπληρωμής δανείων από δανειολήπτες που επλήγησαν από την πανδημία, δεδομένου ότι τα κρατικά μέτρα στήριξης αλλοιώνουν την πραγματική εικόνα.
Παράλληλα όμως, οι τράπεζες, κυρίως οι συστημικές, στοχεύουν σε πιο επιθετικές πολιτικές μείωσης των προβληματικών δανείων. Ως αποτέλεσμα, εκτιμάται ότι ο δείκτης Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων, θα μπορούσε να μειωθεί σε μονοψήφιο ποσοστό σε επίπεδο τραπεζικού συστήματος μέχρι το τέλος του 2022, αν και ορισμένες τράπεζες, ιδίως μη συστημικές, δεν φαίνεται να ακολουθούν τη γενικότερη δυναμική μείωσης των ΜΕΔ.
Όπως επισημαίνει η Τράπεζα της Ελλάδας, παρά τις θετικές μεσομακροπρόθεσμες προοπτικές, η ελληνική οικονομία αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις και ανισορροπίες, οι οποίες επιδεινώθηκαν από την πανδημία. Το γεγονός αυτό απαιτεί εγρήγορση, σύμπλευση των πολιτικών δυνάμεων και εντατικοποίηση των προσπαθειών προκειμένου να υλοποιηθεί ο παραγωγικός μετασχηματισμός της οικονομίας.