15 προκλήσεις και «αγκάθια» στη μετά-Covid εποχή
Το ελληνικό Σχέδιο εγκρίθηκε και μάλιστα μετά πολλών επαίνων ακόμα κι από τους πιο “σκληρούς” τεχνοκράτες στις Βρυξέλλες. Αυτό δεν αλλάζει. Δεν αλλάζει, όμως και το γεγονός ότι οι τεχνοκράτες που “χτένισαν” το Σχέδιο, έχοντας ως φόντο τη σημερινή πραγματικότητα της ελληνικής οικονομίας και του ελληνικού Κράτους, εντόπισαν “αγκάθια” και προκλήσεις στο εγχείρημα του μετασχηματισμού που ξεδιπλώνεται στο 4.104 σελίδων πόνημα.
Πρώτη γενική διαπίστωση είναι ότι παρά τις συνεχείς βελτιώσεις τα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα εισήλθε στην πανδημία με σημαντικές τρωτότητες που κληροδοτήθηκαν από το παρελθόν και οι οποίες είχαν επιδεινωθεί περαιτέρω λόγω της κρίσης. Τα τρωτά σημεία της Ελλάδας σχετίζονται ειδικότερα με το υψηλό- αν και βιώσιμο- Δημόσιο Χρέος, την ατελή εξωτερική επανεξισορρόπηση και το υψηλό ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων, σε ένα πλαίσιο υψηλής ανεργίας και χαμηλής δυνητικής ανάπτυξης. Κι από εκεί και πέρα, αρχίζει η απαρίθμηση των μεγαλύτερων προκλήσεων για τα επόμενα χρόνια.
Η δυνητική ανάπτυξη ήταν πολύ χαμηλή την τελευταία δεκαετία. Οι μικρές επιχειρήσεις και οι επιχειρήσεις χαμηλής παραγωγικότητας εξακολουθούν να διαδραματίζουν υπερβολικά μεγάλο ρόλο στην οικονομία. Μολονότι μετατοπίζεται σταδιακά σε τομείς εμπορεύσιμων αγαθών, η οικονομική δραστηριότητα εξακολουθεί να επικεντρώνεται σε παραδοσιακούς τομείς και τομείς χαμηλής καινοτομίας, συμβάλλοντας στη χαμηλή αύξηση της παραγωγικότητας.
Παρά την πρόοδο που σημειώθηκε πρόσφατα, η υψηλή φορολογική επιβάρυνση, η γραφειοκρατία, ο αυξημένος κανονιστικός φόρτος και το αργό και αναποτελεσματικό σύστημα δικαιοσύνης έχουν αρνητικό αντίκτυπο στις ιδιωτικές επενδύσεις, τόσο εγχώριες όσο και ξένες, δημιουργούν εμπόδια στην ανάπτυξη των εταιρειών και καθυστερούν την εξωτερική προσαρμογή.
Οι χαμηλές επενδύσεις στην έρευνα και την ανάπτυξη, οι αναντιστοιχίες δεξιοτήτων που επηρεάζουν αρνητικά την αύξηση της παραγωγικότητας και η χαμηλή συνάφεια της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας καταδεικνύουν επίσης χαμηλές προοπτικές ανάπτυξης για το μέλλον.
Η έλλειψη αποτελεσματικού συστήματος σχεδιασμού και παρακολούθησης για την υλοποίηση μεγάλων έργων υποδομής επηρεάζει αρνητικά την πραγματοποίηση δημόσιων επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένων των συμπράξεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα
Η διασφάλιση της συνολικής ευρωστίας του τραπεζικού συστήματος και η διαχείριση των κινδύνων για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα έχουν καθοριστική σημασία για την ανάκαμψη από την τρέχουσα κρίση και την υποστήριξη της οικονομίας. Η πανδημία δημιουργεί πιέσεις στις τράπεζες, μέσω της αύξησης του πιστωτικού κινδύνου και της πίεσης στην κερδοφορία και την κεφαλαιοποίηση.
Η έγκαιρη και αποτελεσματική θέση σε εφαρμογή, από την 1η Ιουνίου 2021, της πρόσφατης μεταρρύθμισης του πλαισίου αφερεγγυότητας, θα έχει καίρια σημασία για την ενίσχυση της χρήσης λύσεων αναδιάρθρωσης για βιώσιμες επιχειρήσεις και την ταχεία εξυγίανση των μη βιώσιμων επιχειρήσεων. Με αυτόν τον τρόπο θα επιταχυνθεί η εκκαθάριση του υφιστάμενου αποθέματος μη εξυπηρετούμενων δανείων, ενώ παράλληλα θα αποφευχθεί η δημιουργία νέων καθυστερήσεων όσον αφορά τα επισφαλή δάνεια και τις περιπτώσεις αφερεγγυότητας
Η βιώσιμη οικονομική ανάκαμψη θα μπορούσε να ενισχυθεί με εναλλακτικούς τρόπους μη τραπεζικής χρηματοδότησης. Σε αυτούς περιλαμβάνονται τα επιχειρηματικά κεφάλαια και η εμβάθυνση των ελληνικών κεφαλαιαγορών, οι οποίες εξακολουθούν να παρουσιάζουν χαμηλή ανάπτυξη. Η βιώσιμη χρηματοδότηση σε συνδυασμό με τη μετάβασή της σε ένα πράσινο μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης θα μπορούσε να ευνοήσει περαιτέρω την οικονομική ανάκαμψη. Η κρατική στήριξη μπορεί επίσης να είναι δικαιολογημένη για τη μόχλευση ιδιωτικών επενδυτών και την προώθηση του δανεισμού σε βιώσιμες επιχειρήσεις που είναι εκτεθειμένες σε έλλειμμα χρηματοδότησης με εύλογο κόστος, μέσω του σχεδιασμού χρηματοπιστωτικών μέσων τα οποία αποφεύγουν τον παραγκωνισμό ή τις αρνητικές επιπτώσεις του ηθικού κινδύνου
Η ανεργία παραμένει πολύ υψηλή και η βραδεία πτωτική τάση διακόπηκε από την κρίση της COVID-19. Η Ελλάδα έχει σταθερά το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας (16,3 % το 2020) και το χαμηλότερο ποσοστό απασχόλησης (61,1 % το 2020) στην ΕΕ. Η ανεργία των νέων (35,0 % το 2020), το χάσμα απασχόλησης μεταξύ των φύλων (19 ποσοστιαίες μονάδες) και το ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων (περίπου 70 %) συγκαταλέγονται μεταξύ των υψηλότερων στην Ευρώπη. Η αγορά εργασίας είναι στρεβλωμένη λόγω της μεγάλης άτυπης οικονομίας, που εκτιμάται ότι αντιπροσωπεύει περίπου το 20 % του ΑΕΠ. Η παραγωγικότητα στην εργασία (παραγωγή ανά απασχολούμενο άτομο) παραμένει χαμηλή και οι μικρές αυξήσεις που σημειώθηκαν από το 2017 και έπειτα έχουν αντιστραφεί λόγω της κρίσης της COVID-19. Η μετανάστευση ατόμων υψηλής ειδίκευσης εγείρει ανησυχίες σχετικά με τη διαρροή εγκεφάλων («brain drain») και αυξάνει την πίεση που ασκεί η γήρανση του πληθυσμού.
Μολονότι αρκετά συστήματα μειωμένου ωραρίου εργασίας που εφαρμόστηκαν κατά τη διάρκεια της κρίσης απέτρεψαν την αύξηση της ανεργίας, η στήριξη της συμμετοχής στον ενεργό εργασιακό βίο για τη διευκόλυνση της επανένταξης των ατόμων που αναζητούν εργασία στην αγορά εργασίας δεν είναι αρκετά αποτελεσματική. Τα κύρια εμπόδια είναι η περιορισμένη ικανότητα των δημόσιων υπηρεσιών απασχόλησης όσον αφορά την παροχή εξατομικευμένης στήριξης, καθώς και η έλλειψη παρακολούθησης και αξιολόγησης και διασφάλισης της ποιότητας όσον αφορά τα προγράμματα αναβάθμισης των δεξιοτήτων. Οι δαπάνες της Ελλάδας για τις ενεργητικές πολιτικές για την αγορά εργασίας είναι λιγότερες από τις δαπάνες των περισσότερων άλλων κρατών μελών
Πριν από την πανδημία, η φτώχεια μειωνόταν σταδιακά, αλλά παρέμενε μεταξύ των υψηλότερων στην ΕΕ, επηρεάζοντας κυρίως τα παιδιά και τα άτομα σε ηλικία εργασίας. Η μεταρρύθμιση με την οποία θεσπίστηκε το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα (ΕΕΕ) το 2017 είχε ορατό αντίκτυπο όσον αφορά τη μείωση της φτώχειας, αλλά ο δεύτερος και ο τρίτος πυλώνας (πρόσβαση σε συμπληρωματικές κοινωνικές υπηρεσίες και στήριξη της συμμετοχής στον ενεργό εργασιακό βίο) εξακολουθούν να μην είναι επαρκώς ανεπτυγμένοι για την αντιμετώπιση των μελλοντικών προκλήσεων. Η φτώχεια των εργαζομένων βρίσκεται πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ. Το ποσοστό υπερβολικής επιβάρυνσης με δαπάνες στέγασης, που ανήλθε σε 36,2 % το 2019, είναι μακράν το υψηλότερο στην ΕΕ και έρχεται σε αντίθεση με την απουσία κοινωνικής στεγαστικής πολιτικής.
Το ελληνικό σύστημα υγείας εξακολουθεί να αντιμετωπίζει αρκετά διαρθρωτικά προβλήματα. Η κατάσταση έκτακτης ανάγκης λόγω της νόσου COVID-19 επιβεβαίωσε την ανάγκη να αντιμετωπιστούν οι εναπομένουσες διαρθρωτικές προκλήσεις προκειμένου να διασφαλιστεί η απρόσκοπτη πρόσβαση. Το δίκτυο πρωτοβάθμιας υγειονομικής περίθαλψης δεν είναι αρκετά ισχυρό, κυρίως λόγω του ανεπαρκούς αριθμού οικογενειακών ιατρών και της έλλειψης ολοκληρωμένης στρατηγικής για το εργατικό δυναμικό. Οι κεντρικές δημόσιες συμβάσεις δεν είναι ακόμη ώριμες παρά την πρόσφατη πρόοδο. Σημειώθηκε περιορισμένη πρόοδος όσον αφορά τις επενδύσεις στον τομέα της υγείας, οι οποίες υπολείπονται σημαντικά του μέσου όρου της ΕΕ (0,1 % του ΑΕΠ έναντι 0,2 % για την ΕΕ-27 το 20189 ).
Όσον αφορά το επιχειρηματικό περιβάλλον, η Ελλάδα είναι μία από τις χώρες με τον χαμηλότερο επιχειρηματικό δυναμισμό στην ΕΕ. Οι υψηλοί κανονιστικοί φραγμοί και οι ανεπάρκειες της δημόσιας διοίκησης, ιδίως σε τομείς όπως η εκτέλεση των συμβάσεων και η καταχώριση περιουσιακών στοιχείων, η διαδικασία αδειοδότησης, οι περιβαλλοντικές άδειες, σε συνδυασμό με τον χρόνο που χρειάζεται το σύστημα δικαιοσύνης για την έκδοση των οριστικών του αποφάσεων, καθώς και η έλλειψη σαφήνειας όσον αφορά τους υφιστάμενους φορολογικούς κανόνες εμποδίζουν την αύξηση της παραγωγικότητας.
Η Ελλάδα δεν έχει καλές επιδόσεις σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ όσον αφορά πολλούς δείκτες της δημόσιας διοίκησης. Οι μεταρρυθμίσεις της δημόσιας διοίκησης κατά την τελευταία δεκαετία επικεντρώθηκαν σε ένα πιο λιτό και αποτελεσματικότερο κράτος και στη βελτίωση των υπηρεσιών. Ωστόσο, η Ελλάδα παραμένει ένα από τα λιγότερο αποκεντρωμένα διοικητικά συστήματα της ΕΕ
Το σύστημα πολιτικών δικαστηρίων εξακολουθεί να αντιμετωπίζει προβλήματα αποτελεσματικότητας, καθώς ο χρόνος που απαιτείται για την επίλυση αστικών και εμπορικών υποθέσεων αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας σε πρώτο βαθμό συνεχίζει να αυξάνεται. Επιπλέον, η αποτελεσματικότητα των πρωτοδικείων δεν έχει βελτιωθεί όσον αφορά το ποσοστό διεκπεραίωσης αστικών και εμπορικών υποθέσεων αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, γεγονός που σημαίνει ότι η Ελλάδα αντιμετωπίζει σαφή κίνδυνο συσσώρευσης πρόσθετων καθυστερήσεων που θα διογκωθούν περαιτέρω ως συνέπεια της μερικής διακοπής των εργασιών λόγω της πανδημίας της COVID-19
Η ενίσχυση του επαγγέλματος του εκπαιδευτικού, η μεταρρύθμιση των σχολικών προγραμμάτων σπουδών και η παροχή επαρκούς στήριξης σε μειονεκτούντες μαθητές αποτελούν πρωταρχικές προκλήσεις. Η αύξηση της συμμετοχής στην επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση έχει επίσης καίρια σημασία, παράλληλα με την προώθηση της επανειδίκευσης και της αναβάθμισης των δεξιοτήτων, για τη μείωση των αναντιστοιχιών δεξιοτήτων και την αντιμετώπιση της πράσινης και της ψηφιακής μετάβασης.