Ελληνική “έφοδος” στη γερμανική αγορά τροφίμων

Έλληνες παραγωγοί/ Φωτογραφία Eurokinissi

Το δικό τους El Dorado αναζητούν στις διεθνείς αγορές Έλληνες παραγωγοί, γνωρίζοντας, πλέον, ότι ο σκληρός ανταγωνισμός δεν μπορεί να “χτυπηθεί” με ποσότητα και χαμηλές τιμές, αλλά με υψηλής ποιότητας προϊόντα. Μια τέτοια αγορά είναι η γερμανική, όπου η ελληνική παρουσία σαφώς ενισχύθηκε τα τελευταία χρόνια, ωστόσο απέχει από τα επιθυμητά επίπεδα.

Το Ταμείο Ανάκαμψης σαφώς και αποτελεί μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για συνέργειες, με στόχο την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων ειδικά στο θεωρητικά προνομιακό πεδίο των νωπών φρούτων και λαχανικών, ενώ η αλματώδης ζήτηση για βιολογικά προϊόντα ανοίγει νέες προοπτικές.

Στον Άξονα 4 του Σχεδίου Ανάκαμψης προβλέπονται οι εξής δράσεις:

  • Προώθηση προγραμμάτων οικονομικής ενίσχυσης του αγροτοδιατροφικού τομέα  για την πραγματοποίηση επενδύσεων με προσανατολισμό την πράσινη γεωργία και την γεωργία ακριβείας, έμφαση στην συγχρηματοδότηση (μέσος όρος συγχρηματοδότησης 50%) και πρόταξη των συνεργασιών τόσο οριζόντιων (σε επίπεδο πρωτογενούς τομέα), όσο και κάθετων που αφορούν cluster που μπορούν να συνδυάζουν επιχειρήσεις και συνεργατικά σχήματα του πρωτογενή, δευτερογενή και τριτογενή τομέα με στόχο την καινοτομία και την εξωστρέφεια. Περιλαμβάνεται εδώ και η συμβολαιακή γεωργία. Τα προγράμματα αφορούν μεταξύ άλλων την καινοτομία και την οικολογική επεξεργασία γεωργικών προϊόντων, τον εκσυγχρονισμό του πρωτογενούς τομέα, την αναδιάρθρωση καλλιεργειών και την γενετική βελτίωση ζώων. Η επένδυση στοχεύει στην αύξηση της ποιότητας και της προστιθέμενης αξίας των προϊόντων, στην αύξηση της γεωργικής και κτηνοτροφικής παραγωγής και στην αύξηση των εξαγωγών.
  • Δημιουργία μιας τεχνολογικής πλατφόρμας και υποδομής για την υποστήριξη του εκσυγχρονισμού της γεωργίας που θα αποτελεί τον κεντρικό πυλώνα για την εφαρμογή πολιτικών (εθνικών και ευρωπαϊκών) για τον ψηφιακό μετασχηματισμό του γεωργικού τομέα. Περιλαμβάνεται εδώ: (α) Η υποστήριξη των εξαγωγικών δραστηριοτήτων (πλατφόρμα που διευκολύνει την έκδοση πιστοποιητικών αναγκαίων για εξαγωγές, σύστημα Business Intelligence για εισαγωγές και εξαγωγές, πύλη για την προώθηση ελληνικών αγροτικών προϊόντων), (β) Η αγορά και ανάπτυξη τεχνολογικού εξοπλισμού χρήσιμου για την υποστήριξη του πρωτογενούς τομέα (X-band  Meteorological Radar, Telemetry & Remote-Control Stations, Unmanned Aerial Vehicle Systems, υψηλής ανάλυσης δορυφορικές εικόνες και υποδομές για την ανάλυσή τους κ.λπ.) και (γ) Η ανάπτυξη ολοκληρωμένων πληροφοριακών συστημάτων (για τη νέα ΚΑΠ, για την ασφάλιση αγροτικών προϊόντων, Management Information System για θέματα άρδευσης κ.λπ.).

Τα τελευταία δέκα χρόνια οι ελληνικές εξαγωγές τροφίμων στη Γερμανία αυξάνονται συνεχώς. Το 2020 η Ελλάδα εξήγε τρόφιμα και ποτά αξίας 845,6 εκ.€ από 771 εκ.€, που σημαίνει αύξηση κατά 74,6 εκ.€ ή ποσοστό 9,6%. Η μεγαλύτερη αύξηση καταγράφηκε σε φρούτα, έλαια, γαλακτοκομικά, λαχανικά και στα παρασκευάσματα φρούτων και λαχανικών. Αντίθετα, μείωση ποσοστού 7,6% σημειώθηκε στα αλκοολούχα (69,942 εκ. από 75,767), γεγονός που οφείλεται στη μη λειτουργία των εστιατορίων το μεγαλύτερο μέρος του έτους εξαιτίας της πανδημίας. Τη μεγαλύτερη μείωση είχαν οι εξαγωγές οίνου (19,567 εκ. από 27,467 εκ. το 2019), ενώ αύξηση σημειώθηκε στα υπόλοιπα αλκοολούχα ποτά (38,514 εκ. από 35,780 το 2019).

Σύμφωνα με το ειδικό report του Γραφείου Οικονομικών κι Εμπορικών Υποθέσεων στο Ντύσσελντορφ, εξαιτίας της τρέχουσας κρίσης παρατηρήθηκε ήδη από τη περασμένη άνοιξη μια αλλαγή της καταναλωτικής συμπεριφοράς των Γερμανών. Συγκεκριμένα, στράφηκαν σε υγιεινότερες επιλογές και κυρίως σε φρούτα, ενώ άνοδο άρχισε να σημειώνει και η ζήτηση βιολογικών προϊόντων, η οποία προβλέπεται να συνεχιστεί και στο μέλλον.

Με δεδομένο, δε, ότι για να μπορέσει να διατεθεί ένα προϊόν σε υψηλότερη τιμή, θα πρέπει αυτή να δικαιολογείται πλήρως από την ποιότητά του, δεδομένου και του πολύ μεγάλου ανταγωνισμού που έχουν π.χ. οι ελληνικοί οίνοι σε μια τόσο ανοιχτή αγορά όσο η γερμανική, όπου στα εισαγόμενα κρασιά κυριαρχούν χώρες με πολύ ισχυρό brand name (Ιταλία και Γαλλία), συστήνονται συγκεκριμένες κινήσεις:

  • Πρέπει να δοθεί μεγάλη σημασία στα προϊόντα ΠΟΠ/ΠΓΕ, λόγω της στροφής του μέσου Γερμανού καταναλωτή σε ποιοτικότερα προϊόντα. Η αναγραφή στη συσκευασία των σημάτων πιστοποίησης έχει αποδειχθεί ότι ελκύει το ενδιαφέρον των καταναλωτών, καθώς λειτουργεί ως απόδειξη ποιότητας. 
  • Το ίδιο ισχύει για τα βιολογικά προϊόντα, η ζήτηση των οποίων γνωρίζει άνοδο, τάση που προβλέπεται να συνεχιστεί. Επίσης, έχει αρχίσει να διαμορφώνεται ενδιαφέρον για γηγενή προϊόντα (π.χ. παλιές ποικιλίες ντομάτας, άγρια κεράσια κλπ), που είναι ακόμα μικρό, αλλά θα αυξηθεί μελλοντικά.
  • Θεωρείται απαραίτητη η πιστοποίηση των ελληνικών εστιατορίων της Γερμανίας, αλλά και του συνόλου των εστιατορίων στους ελληνικούς τουριστικούς προορισμούς, όπως έχει ήδη κάνει η πρωτοπόρος στον εν λόγω τομέα Ιταλία.
  • Πρέπει να υπάρχει ευελιξία των εταιρειών ως προς τη συσκευασία και το μέγεθος του προϊόντος τους. Πολλοί εισαγωγείς για δικούς τους λόγους marketing προτιμούν διαφορετικές συσκευασίες από αυτές που επιλέγει ο παραγωγός.
  • Οι εταιρείες, που δεν διαθέτουν μεγάλες ποσότητες, θα ήταν προτιμότερο να μην επιμένουν να απευθύνονται σε αλυσίδες Supermarkets, αλλά να προτιμήσουν τα όλο και περισσότερα delicatessen

Σε κάθε περίπτωση, η διεύρυνση της πώλησης ελληνικών τροφίμων και ποτών μέσω ίντερνετ (e-commerce), που ήδη γίνεται από αρκετούς εισαγωγείς, εκτιμάται ότι θα συμβάλει στην ευκολότερη πρόσβαση του μέσου καταναλωτή στο ελληνικό προϊόν.

ΣΧΕΤΙΚΑ