ΙΟΒΕ: Εύθραυστη η ανάπτυξη της μεταποίησης στην Ελλάδα
Η εγχώρια μεταποίηση ανακάμπτει μετά από μία οξεία και παρατεταμένη κρίση και με ρυθμό ταχύτερο από το σύνολο της ελληνικής οικονομίας, ωστόσο αυτή η βελτίωση είναι εύθραυστη και δεν καλύπτει τις ανάγκες της χώρας, επισημαίνει το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Μελετών (ΙΟΒΕ) σε μελέτη του, τα βασικά σημεία της οποίας παρουσιάστηκαν σήμερα.
Το ΙΟΒΕ τονίζει πως η ανταγωνιστικότητα της μεταποίησης επηρεάζεται αρνητικά από το ενεργειακό κόστος, τη φορολογία, το μη μισθολογικό κόστος και τις διαδικασίες αδειοδότησης και χρηματοδότησης των επιχειρήσεων.
Η βελτίωση της ανταγωνιστικής θέσης της μεταποίησης στις διεθνείς αγορές, απαιτεί σε εθνικό επίπεδο περισσότερο στοχευμένες πολιτικές και διαθρωτικές παρεμβάσεις σε επίπεδο δημόσιων, αλλά και επιχειρηματικών πολιτικών στη χώρα μας, σημειώνεται στην έρευνα.
Οι επενδύσεις στη μεταποίηση ανά απασχολούμενο διατηρήθηκαν περίπου σταθερές κατά τη διάρκεια της κρίσης, σε περίπου 34.000 ευρώ ανά απασχολούμενο, ενώ στο σύνολο της οικονομίας μειώθηκαν κατά σχεδόν 50%. Η βιομηχανία επενδύει πια σχεδόν 6 φορές περισσότερο ανά εργαζόμενο, απ’ ό,τι ο μέσος όρος της οικονομίας, ενώ το 2017 το ύψος των επενδύσεων ξεπερνά τα 12,2 δισλ ευρώ, στο υψηλότερο επίπεδό τους από το 2011.
Παρά την ελαφρά τάση ανάκαμψης την τελευταία τριετία όσον αφορά στην άμεση συνεισφορά της μεταποίησης στο ΑΕΠ (από 8,1% το 2015 σε 8,7% του ΑΕΠ το 2017), ακόμα η Ελλάδα παραμένει στις τελευταίες θέσεις στην ΕΕ στο σχετικό δείκτη συμβολής. Στον τομέα της απασχόλησης και μετά την ισχυρή μείωσή της στην περίοδο 2009-2014, όταν και χάθηκαν 162.000 θέσεις εργασίας, σημειώνεται ανάκαμψη με αύξηση της απασχόλησης κατά 13%, υπερδιπλάσια του συνόλου της οικονομίας (6%).
Σε επίπεδο χρηματοοικονομικών στοιχείων και με βάση τους ισολογισμούς 4.560 μεταποιητικών επιχειρήσεων προκύπτει μικρή αύξηση κύκλου εργασιών κατά 5,2% το 2016 σε σχέση με το 2009. Ωστόσο, ο τομέας έχει διέλθει από μεγάλη αναδιάρθρωση, καθώς αρκετές επιχειρήσεις έχουν αναστείλει τη λειτουργία τους ή έχουν εξαγοραστεί. Το 2016 το 59,3% των επιχειρήσεων παρουσίασε καθαρά κέρδη (μετά φόρων), τα οποία ανήλθαν σε €1,9 δις, έναντι 64% το 2009 και €1,95 δις.
Αναλυτικότερα σε σχέση με τους παράγοντες που λειτουργούν ανασχετικά στην ανταγωνιστικότητα της ελληνικής μεταποίησης, το ΙΟΒΕ καταγράφει πέντε σημαντικές περιοχές και προτείνει σχετικές παρεμβάσεις για την άρση των περιορισμών και των στρεβλώσεων, συγκεκριμένα:
- Το κόστος ενέργειας, όπου με βάση στοιχεία της χονδρεμπορικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας στις χώρες της Ε.Ε., η τιμή του φορτίου βάσης στην Ελλάδα στο 2ο τρίμηνο του έτους ήταν σχεδον 30% υψηλότερη από τον μέσο όρο της Ε.Ε. Το ΙΟΒΕ προτείνει τη μετάβαση σε ανταγωνιστική αγορά ενέργειας χωρίς άλλες καθυστερήσεις, τη διερεύνηση υιοθέτησης μέτρων για τη στήριξη της βιομηχανίας ειδικά της εντάσεως ενέργειας, την ενίσχυση των διεθνών διασυνδέσεων και τη λήψη μέτρων όπως η εξίσωση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης για τη μέση και την υψηλή τάση.
- Τη φορολογία, όπου η Ελλάδα βρίσκεται στα δυσμενέστερα καθεστώτα μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. και του ΟΟΣΑ. Η υιοθέτηση της δυνατότητας για ταχύτερες αποσβέσεις δεν είναι δημοσιονομικά ασταθές μέτρο: οδηγεί σε αναβολή μεν αλλά όχι σε αποφυγή άμεσης φορολογίας, ενώ λειτουργεί ως επενδυτικό κίνητρο και υποστηρίζει τον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό της παραγωγής, σχολιάζει το ΙΟΒΕ και προτείνει την επαναφορά ταχύτερων αποσβέσεων και την επιτάχυνση της μείωσης του φορολογικού συντελεστή στις επιχειρήσεις στα 3 χρόνια αντί 4 που ισχύει σήμερα.
- Το μη μισθολογικό κόστος, όπου μετά τον νόμο Κατρούγκαλου οι εισφορές εργοδοτών και εργαζομένων είναι στο 41% του συνόλου της οικονομίας έναντι 34,3% στην Ε.Ε. Το ΙΟΒΕ προτείνει να επιδοτηθούν εμφατικότερα οι ασφαλιστικές εισφορές για νέους εργαζόμενους και να γίνει προσπάθεια για μείωση των εισφορών υπέρ του ΟΑΕΔ εφόσον συνεχιστεί η υποχώρηση της ανεργίας.
- Τη χρηματοδότηση, όπου τα επιτόκια χρηματοδότησης των ελληνικών επιχειρήσεων κινούνται σε επίπεδο υπερδιπλάσιο του μέσου όρου της Ευρωζώνης. Το ΙΟΒΕ προτείνει μεταξύ άλλων την υιοθέτηση απλούστερων διαδικασιών για την ενίσχυση της συμμετοχής της βιομηχανίας στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων και την αξιοποίηση εναλλακτικών εργαλείων χρηματοδότησης.
- Την αδειοδότηση, όπου διαπιστώνεται η ανάγκη αναθεώρησης του πλαισίου για τις περιβαλλοντικές αδειοδοτήσεις. Μεταξύ άλλων προτείονται η επιτάχυνση στην εφαρμογή του νόμου για τις άτυπες βιομηχανικές συγκεντρώσεις, η αναθεώρηση των κατηγοριών όχλησης και η κατάρτιση ενός γενικού χωροταξικού πολεοδομικού σχεδίου.
Η μελέτη πραγματοποιείται με την υποστήριξη της πρωτοβουλίας «Ελληνική Παραγωγή – Συμβούλιο Βιομηχανιών για την Ανάπτυξη».
Ο κ. Μιχάλης Στασινόπουλος, εκτελεστικό μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Viohalco, απηύθυνε χαιρετισμό εκ μέρους της «Ελληνικής Παραγωγής», τονίζοντας ότι η μεταποίηση στην Ελλάδα είναι ένας ζωντανός τομέας της οικονομίας με καθοριστική συμβολή στη δημιουργία εθνικού πλούτου, προστιθέμενης αξίας, απασχόλησης και εξαγωγών. «Η μεταποίηση μπορεί να συνεισφέρει πολύ περισσότερα, εάν αντιμετωπιστούν τα μεγάλα εμπόδια στη διεθνή ανταγωνιστικότητά της», ανέφερε χαρακτηριστικά και κατέληξε «Την ώρα που η Ευρώπη στηρίζει την επαναβιομηχάνιση, για την Ελλάδα, ιδιαίτερα μετά την κρίση της τελευταίας δεκαετίας, η μετάβαση σε ένα ισόρροπο αναπτυξιακό μοντέλο, με μια εύρωστη και ανταγωνιστική παραγωγική βάση θα έπρεπε να είναι σήμερα, έμπρακτα και όχι απλώς διακηρυκτικά, απόλυτη εθνική προτεραιότητα», είπε.
Ο Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ, καθηγητής του ΟΠΑ, κ. Νίκος Βέττας, αναφέρθηκε στον ρόλο «που η μεταποιητική βιομηχανία μπορεί και πρέπει να έχει σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη συγκυρία για την ελληνική οικονομία. Η κρίση της ελληνικής οικονομίας δεν θα ολοκληρώσει τον κύκλο της εάν δεν τεθούν οι βάσεις για συστηματική άνοδο της παραγωγικότητας και όχι απλώς με διαχείριση της τρέχουσας ζήτησης. Σε αυτήν την κατεύθυνση, απαιτείται ένταση των επενδύσεων, ανάπτυξη του ανθρώπινου κεφαλαίου και διαμόρφωση ενός θεσμικού πλαισίου που να ενθαρρύνει την παραγωγή. Οι διασυνδέσεις της βιομηχανίας με την υπόλοιπη οικονομία μέσω ισχυρών πολλαπλασιαστών και η υποστήριξη της καινοτομίας, την καθιστούν πεδίο όπου η οικονομική πολιτική πρέπει να ανταποκριθεί άμεσα και κατά προτεραιότητα».