Το «έξυπνο» εργαλείο για την επανεκκίνηση-Κρατικό δάνειο για όσους πήραν ρευστότητα από τις Επιστρεπτέες 1-3
Το άνοιγμα της οικονομίας, όποτε κι αν συμβεί, δεν θα τους βρει όλους στην ίδια κατάσταση, στην ίδια αφετηρία. Έρευνες της ΓΣΕΒΕΕ και της ΕΣΕΕ δείχνουν ότι οι 4 στους 10 έχουν ταμειακά διαθέσιμα για δύο μήνες το πολύ, ενώ άλλοι 4 στους 10 έχουν «κάψει» όλη τη ρευστότητα τους, κοινώς δεν μπορούν να ανοίξουν χωρίς βοήθεια. Αν λάβει, δε, κανείς υπόψιν ότι οι επιχειρήσεις εστίασης χρειάζονται 2.000- 3.000 ευρώ κατά μέσο όρο για τα πρώτα έξοδα, αντιλαμβάνεται πόσο κρίσιμο το σημείο που θα μπει το κλειδί στην πόρτα των επιχειρήσεων.
Στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους έχουν υπολογίσει ότι περίπου 25.000 επιχειρήσεις, που πήραν ρευστότητα από τους 3 πρώτους κύκλους Επιστρεπτέας Προκαταβολής, είχαν πτώση τζίρου άνω του 30% το 2020. Πρόκειται κυρίως για μικρά εμπορικά καταστήματα, επιχειρήσεις εστίασης και κάποιες άλλες επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών όπως γυμναστήρια. Αυτές οι επιχειρήσεις έχουν ένα ακόμα κοινό χαρακτηριστικό: δεν έχουν πρόσβαση στον τραπεζικό δανεισμό, άρα η δυνατότητα άντλησης κεφαλαίων κίνησης για την επανεκκίνησης είναι μηδενική. Τι σημαίνει πρακτικά ο συνδυασμός των δύο παραπάνω; Ότι οι εν λόγω επιχειρήσεις κινδυνεύουν να βάλουν «λουκέτο» πριν καλά- καλά ανοίξει η οικονομία ή στην καλλίτερη περίπτωση θα προχωρήσουν σε μείωση προσωπικού, μήπως και καταφέρουν να τα βγάλουν πέρα.
Το «εργαλείο» που ανακοινώθηκε και μπαίνει μπροστά, «πατάει» πάνω στις Επιστρεπτέες 1-3 και δίνει τη δυνατότητα στις παραπάνω επιχειρήσεις να βάλουν ρευστό στη «μηχανή» τους για να επιβιώσουν. Συγκεκριμένα, μπορούν να πάρουν ως δάνειο το 35% του ποσού που άντλησαν από τις Επιστρεπτέες 1-3, προκειμένου να πληρώσουν φόρους (ΦΠΑ, φόρο εισοδήματος, ΕΝΦΙΑ κ.λ.π.) και εισφορές ως το τέλος του χρόνου, αναλαμβάνοντας, όμως, την υποχρέωση να αποπληρώσουν το 100% του ποσού των Επιστρεπτέων σε 60 δόσεις. Η εναλλακτική είναι να αξιοποιήσουν τη ρύθμιση που ισχύει για όλους, δηλαδή να επιστρέψουν το 50% που έλαβαν σε 60 δόσεις, ωστόσο αυτό δεν τους λύνει το πρόβλημα της άμεσης ρευστότητας για την επανεκκίνηση τους.
Ας δούμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Μικρή τουριστική επιχείρηση πήρε από τους 3 πρώτους γύρους Επιστρεπτέας Προκαταβολής, συνολικά 50.000 ευρώ, αλλά αυτήν τη στιγμή το ταμείο της είναι «στεγνό», καταγράφοντας απώλεια τζίρου 40% την περασμένη χρονιά. Το υπουργείο Οικονομικών της δίνει τη δυνατότητα να επιστρέψει μόνο το 50% που πήρε από τις Επιστρεπτέες, δηλαδή 25.000 ευρώ, ξεκινώντας τις πληρωμές από τον Ιανουάριο του 2022. Το πρόβλημα είναι ότι θα κληθεί να καλύψει τα πρώτα λειτουργικά της έξοδα, αλλά και να εκπληρώσει τις τρέχουσες φορολογικές- ασφαλιστικές υποχρεώσεις, με μηδενική ρευστότητα και αδυναμία πρόσβασης στον τραπεζικό δανεισμό. Η εναλλακτική είναι να ζητήσει ως δάνειο από το υπουργείο Οικονομικών το 35% του ποσού των Επιστρεπτέων, δηλαδή 17.500 ευρώ, με επιτόκιο, το οποίο σύμφωνα με πληροφορίες, θα κυμαίνεται στο 6-7%, προκειμένου να καλύψει φορολογικές- ασφαλιστικές υποχρεώσεις ως το τέλος του χρόνου. Από τον Ιανουάριο, θα πρέπει να ξεκινήσει να πληρώνει το σύνολο των 50.000 ευρώ σε ορίζοντα 5ετίας.
Πού ποντάρει το υπουργείο Οικονομικών με αυτό το «εργαλείο»; Ότι οι επιχειρήσεις, που βρίσκονται σε αυτήν την οριακή κατάσταση αλλά θεωρούν ότι είναι βιώσιμες, θα αξιοποιήσουν αυτό το πιστωτικό για να βάλουν μπροστά τις «μηχανές» τους, διατηρώντας το προσωπικό τους και όταν φτάσει ο Ιανουάριος του 2022 η οικονομία θα έχει μπει προ πολλού σε ενάρετο κύκλο, που θα τους επιτρέπει τη σταδιακή εξόφληση του συνόλου των ποσών, που άντλησαν από το Δημόσιο.
Φυσικά, υπάρχουν ρίσκα και αβεβαιότητες. Κατ’ αρχάς, το συνολικό ποσό προς επιστροφή αυξάνεται (στο παραπάνω παράδειγμα διαμορφώνεται σε 67.500 ευρώ) και προστίθεται σε άλλες συσσωρευμένες οφειλές, που πιθανότατα υπάρχουν είτε σε εφορία- ΕΚΦΑ είτε σε τράπεζες. Έτσι, παρά το ότι ο ορίζοντας αποπληρωμής είναι μακρύς, ο όγκος των συνολικών οφειλών θα λειτουργήσει ως βαρόμετρο. Επιπλέον, αν και η γενική παραδοχή είναι ότι η οικονομία θα ανακάμψει, ουδείς μπορεί να προδικάσει με βεβαιότητα την ένταση της ανάκαμψης, πόσο μάλλον την επίπτωση ανά κλάδο. Αν για παράδειγμα ο τουρισμός κινηθεί χαμηλότερα από τις προσδοκίες, ο ενάρετος κύκλος γι’ αυτές τις επιχειρήσεις «σπάει».