Τα 4 στα 10 ευρώ φορολογικών εσόδων είναι από την κατανάλωση!
Τι γίνεται, άραγε, όταν λόγω κάποιας έκτακτης κατάστασης, όπως αυτή που βιώνουμε, οι πολίτες δεν μπορούν να καταναλώσουν; Τα κρατικά ταμεία χάνουν ως και το 40% των δυνητικών τους εσόδων.
Η «κατάρα» της υψηλής φορολογίας στην κατανάλωση δεν είναι καινούργια. Ωστόσο, κάθε φορά που δημοσιοποιείται μια συγκριτική μελέτη, όπως αυτή του Tax Foundation, ενισχύεται ο προβληματισμός. Αν συνυπολογίσει, δε, κανείς ότι παρά τη βαριά φορολογία στην κατανάλωση, η Ελλάδα χάνει κάθε χρόνο 6-7 δισ ευρώ λόγω φοροδιαφυγής, ο πονοκέφαλος γίνεται απελπισία.
Προφανώς η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση στην επιβολή ΦΠΑ και Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης σε προϊόντα και υπηρεσίες. Η τελευταία μέτρηση του ΟΟΣΑ δείχνει, μάλιστα, ότι αυτοί οι φόροι είναι η μεγαλύτερη πηγή φορολογικών εσόδων για τις ευρωπαϊκές χώρες, καθώς αντιστοιχούν στο 32,4% κατά μέσο όρο του συνόλου των εσόδων. Στην πρώτη θέση βρίσκεται η Ουγγαρία, ακολουθεί η Λετονία και η Εσθονία, στην τέταρτη θέση βρίσκεται η Πορτογαλία και τη «μαύρη» πεντάδα κλείνει η Ελλάδα, όπου το 39,6% των εσόδων που εισπράττει ο Προϋπολογισμός προέρχεται από την κατανάλωση.
Ως ήταν αναμενόμενο, ο ΦΠΑ είναι ο «βασιλιάς» των έμμεσων φόρων, καθώς αποφέρει περίπου τα 2/3 των φόρων κατανάλωσης. Αν ανατρέξει κανείς στο μέσο όρο, δηλαδή στο 20,6%, μπορεί να σχηματίσει την εντύπωση ότι η Ελλάδα δεν έχει σημαντική απόκλιση, αφού οι εισπράξεις του ΦΠΑ αντιστοιχούν στο 21,3% των φόρων που μπαίνουν στα κρατικά ταμεία. Υπάρχει, όμως, μια… μικρή λεπτομέρεια. Καταγράφεται τέτοια εισπραξιμότητα παρά το ότι η Ελλάδα έχει έναν από τους υψηλότερους συντελεστές ΦΠΑ στην Ευρώπη, άρα τα έσοδα θα έπρεπε να είναι πολλαπλάσια. Το παράδοξο αυτό απαντάται στις Εκθέσεις της Κομισιόν για το «κενό» ΦΠΑ ανά χώρα, όπου σταθερά η Ελλάδα έχει τη δεύτερη χειρότερη επίδοση, όντας πίσω μόνο από τη Ρουμανία, χάνοντας πάνω από το 30% των δυνητικών εσόδων ΦΠΑ στις «γκρίζες» ζώνες της παραοικονομίας.
Σε κάθε περίπτωση, το «καυτό» θέμα της έμμεσης φορολογίας επανέρχεται στο προσκήνιο με δύο συγκεκριμένες αφορμές. Πέρα από το προφανές, δηλαδή την επιβάρυνση των πιο ευάλωτων νοικοκυριών σε αυτήν τη συγκυρία, προκύπτει κατ’ αρχάς η επιτακτική ανάγκη για κινήσεις στο πεδίο του φορολογικού ανταγωνισμού για το τουριστικό «πακέτο». Η διατήρηση του μειωμένου ΦΠΑ ως το τέλος της χρονιάς είναι μονόδρομος, ωστόσο δεν λύνει μεσομακροπρόθεσμα το πρόβλημα, αν λάβει κανείς υπόψιν ότι θα απαιτηθεί περίπου μια 3ετία για να επιστρέψουμε στα προ πανδημίας επίπεδα.
Το δεύτερο ζήτημα έχει να κάνει με το ενεργειακό κόστος. Τον τελευταίο χρόνο, το σοκ στην παγκόσμια οικονομία και η «βουτιά» στη ζήτηση σε συνδυασμό με την υπερπροσφορά, «βύθισαν» τις διεθνείς τιμές του μαύρου χρυσού ακόμα και κάτω από τα 20 δολάρια. Πλέον, η εικόνα έχει πλήρως αναστραφεί, με την τιμή του Brent να κάνει «άλματα» προς τα 70 δολάρια και τις λιανικές τιμές βενζίνης και πετρελαίου να «χορεύουν» μπροστά στα μάτια των καταναλωτών. Το χθεσινό συγκριτικό της Κομισιόν έδειξε ότι η Ελλάδα έχει τη δεύτερη ακριβότερη βενζίνη στην Ευρώπη, απέχοντας περίπου 10 λεπτά από το μέσο, κυρίως λόγω υψηλής φορολογίας…