Η σώρευση καταθέσεων δεν φέρνει (πάντα) την εκτίναξη της οικονομίας

Φωτογραφία: Shutterstock

Αν ανατρέξει κανείς στα προ δεκαετίας στοιχεία για τις καταθέσεις των νοικοκυριών και πώς επηρέαζαν την ιδιωτική κατανάλωση, άρα και τους ρυθμούς ανάπτυξης, θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι λίγο ως πολύ τα μεγέθη ήταν ανάλογα. Θα συμβεί άραγε το ίδιο και μετά την κρίση της πανδημίας, με τις “φουσκωμένες” αποταμιεύσεις του προηγούμενου έτους; Το υπουργείο Οικονομικών ποντάρει (και) σε αυτό, αλλά φαίνεται πως ό,τι λάμπει δεν είναι πάντα χρυσός.

Το 2009, δηλαδή λίγο πριν η Ελλάδα μπει στη δεκαετή, μνημονιακή περιπέτεια, οι καταθέσεις των νοικοκυριών είχαν φτάσει στο pick τους, αγγίζοντας τα 197 δισ ευρώ. Την ίδια χρονιά, η κατανάλωση των νοικοκυριών ξεπερνούσε τα 155 δισ ευρώ, συμβάλλοντας έτσι τα μέγιστα στη διαμόρφωση του ΑΕΠ στα 231,5 δισ ευρώ. Το 2016 κι ενώ είχε προηγηθεί το σοκ των capital controls, οι καταθέσεις των νοικοκυριών βρίσκονταν οριακά πάνω από τα 100 δισ ευρώ, με την κατανάλωση να μετριέται στα περίπου 117 δισ ευρώ. Δύο χρόνια αργότερα, με τη χώρα να έχει βγει από τα Μνημόνια και να ατενίζει με μεγαλύτερη αισιοδοξία το μέλλον, οι καταθέσεις είχαν ανέβει στα σχεδόν 110 δισ και η κατανάλωση των νοικοκυριών στα περίπου 122 δισ ευρώ, ενώ το 2019, δηλαδή πριν μπούμε στη δίνη της πανδημίας, οι καταθέσεις των νοικοκυριών έφτασαν στα 117 δισ ευρώ και η κατανάλωση τους στα σχεδόν 124 δισ ευρώ.

Το 2020, οι καταθέσεις σημείωσαν μια εντυπωσιακή άνοδο, παρά την πτώση του διαθέσιμου εισοδήματος, καθώς τα περιοριστικά μέτρα και η αβεβαιότητα για το τέλος της κρίσης, ενεργοποίησαν τα αντανακλαστικά των νοικοκυριών. Αυτό αποτυπώθηκε και στους δείκτες της κατανάλωσης. Σύμφωνα με το υπουργείο Οικονομικών, αυτά τα περίπου 20 δισ (μισά- μισά η αύξηση των καταθέσεων επιχειρήσεων και νοικοκυριών) θα πέσουν στην οικονομία με τη λήξη του συναγερμού, ωφελώντας και στην κατανάλωση και στις ιδιωτικές επενδύσεις. Είναι, όμως, έτσι;

Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες (Bank of Ireland, “The impact of Covid-19 on consumer spending”, December 2020 / Bank of England, “How has Covid affected household savings”, November 2020), που επικαλείται ειδική ανάλυση της ALPHA BANK, η αποταμίευση των νοικοκυριών χαμηλού εισοδηματικού κλιμακίου και ιδιαίτερα εκείνων που επλήγησαν περισσότερο από την πανδημική κρίση (περιλαμβάνουν ανέργους, εργαζομένους με μειωμένες ώρες απασχόλησης, ασθενείς κ.ά.) μειώθηκε, αφού ένα μεγάλο μέρος του οικογενειακού προϋπολογισμού τους αφορά ανελαστικές δαπάνες και είδη πρώτης ανάγκης (τρόφιμα, θέρμανση κ.λπ.). Αντίθετα, τα νοικοκυριά υψηλότερου εισοδηματικού κλιμακίου, όπως ήταν αναμενόμενο, ήταν εκείνα που συσσώρευσαν αποταμιεύσεις, διότι μείωσαν, σε μεγάλο βαθμό, τις δαπάνες για διακοπές, ταξίδια, ψυχαγωγία, υπηρεσίες δηλαδή που αντιπροσωπεύουν σημαντικό τμήμα του διαθέσιμου εισοδήματός τους.

Πέρα από το ρόλο- “κλειδί” του Ταμείου Ανάκαμψης, κατά την Alpha, βασικός παράγοντας για την ταχύτητα ανάκαμψης είναι το πόσο αυξήθηκαν οι αποταμιεύσεις συνολικά, ποια νοικοκυριά εκτιμάται ότι αύξησαν τις αποταμιεύσεις τους και πως σκοπεύουν να τις αξιοποιήσουν. Τα νοικοκυριά που ανήκουν σε υψηλά εισοδηματικά κλιμάκια και εκτιμάται ότι αύξησαν τις αποταμιεύσεις τους, χαρακτηρίζονται από μικρότερη, οριακή ροπή προς κατανάλωση, συγκριτικά με τα υπόλοιπα. Τι σημαίνει πρακτικά αυτό, σε συνδυασμό με το επιχείρημα ότι η ανάκαμψη, μετά από μια ύφεση που προκλήθηκε λόγω πτώσης της ζήτησης υπηρεσιών, τείνει να είναι πιο αργή συγκριτικά με την ανάκαμψη μετά από μια ύφεση που προκλήθηκε από πτώση της ζήτησης αγαθών; Αβεβαιότητα για την πορεία και την ταχύτητα ανάκαμψης της οικονομίας.

Το επιχείρημα είναι ότι οι υπηρεσίες δημιουργούν λιγότερη «συμπιεσμένη» ζήτηση (pent-up demand) σε σύγκριση με τα καταναλωτικά αγαθά. Ένα διαισθητικό παράδειγμα είναι ότι τα νοικοκυριά είναι μάλλον απίθανο να διπλασιάσουν τις διακοπές στο εξωτερικό, το 2021, προκειμένου να αντισταθμίσουν την έλλειψη ταξιδιών στο εξωτερικό, το 2020. Ενδεικτική είναι η πρόσφατη έρευνα της Τράπεζας της Αγγλίας που υποστηρίζει ότι μόνο το 10% των νοικοκυριών που αύξησαν τις αποταμιεύσεις τους σκοπεύει να δαπανήσει αυτά που αποταμίευσε. Το 70% σκοπεύει να διατηρήσει τις αποταμιεύσεις του σε τραπεζικούς λογαριασμούς, ενώ οι υπόλοιποι προτίθενται να αποπληρώσουν χρέη, να επενδύσουν, ή να αυξήσουν τις συνταξιοδοτικές αποταμιεύσεις τους.

Παράλληλα, και οι επιχειρήσεις, μετά τη λήξη των έκτακτων μέτρων για την αντιμετώπιση των αρνητικών επιπτώσεων της πανδημίας, πιθανότατα, θα χρησιμοποιήσουν τις αποταμιεύσεις τους προκειμένου να καλύψουν υποχρεώσεις που προς το παρόν έχουν αναβληθεί (φόρους, ασφαλιστικές εισφορές κ.λπ.) αλλά και τα συνήθη (προ της πανδημίας) λειτουργικά έξοδά τους (ενοίκια, μισθούς κ.λπ.)

ΣΧΕΤΙΚΑ