Σήμα κινδύνου από το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο
Πριν καν φτάσουμε στο δεύτερο κύμα της πανδημίας, οι κυβερνήσεις των κρατών- μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης είχαν ρίξει περίπου 3,5 τρισ. ευρώ για την αντιμετώπιση των οικονομικών επιπτώσεων της μεγαλύτερης κρίσης μετά το 1929. Υπάρχει, όμως, ένα “αλλά”.
Όπως σημειώνει το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο σε ειδική του Έκθεση, εκτός του προφανούς κινδύνου δημοσιονομικού εκτροχιασμού, ελλοχεύει ο κίνδυνος έντασης των πολλαπλών ταχυτήτων εντός της Ένωσης, καθώς ο όγκος των “πακέτων” δεν σχετίζεται με τις ανάγκες κάθε χώρας απέναντι στον Covid αλλά με τον πλούτο της, δηλαδή με το πόσο γεμάτα ταμεία διαθέτει. Κοινώς οι ισχυροί του Βορά είχαν κι έχουν το πλεονέκτημα.
Είναι ενδεικτικό ότι παρά τις διαφορές στη φύση της τρέχουσας και της προηγούμενης κρίσης της περιόδου 2008-2013, υπάρχει ισχυρή συσχέτιση μεταξύ των απωλειών ΑΕΠ στα διάφορα κράτη μέλη, κάτι που μπορεί να θέσει νέες προκλήσεις για την οικονομική σύγκλιση εντός της ΕΕ: Παραδείγματος χάριν, η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ισπανία φαίνεται να συγκαταλέγονται στις οικονομίες που επλήγησαν περισσότερο κατά τη διάρκεια και των δύο κρίσεων.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Επιτροπής, αναμένονται μεγαλύτερες αυξήσεις του δημόσιου χρέους το 2020 στις χώρες όπου ήταν ήδη υψηλότερο πριν από την κρίση. Αυτό οφείλεται ιδίως στην αυξημένη επίπτωση των απωλειών ΑΕΠ στους δείκτες χρέους των χωρών με υψηλό χρέος. Παραδείγματος χάριν, η επίπτωση των απωλειών ΑΕΠ στους δείκτες χρέους είναι υψηλότερη στην Ελλάδα, την Ιταλία και την Ισπανία, χώρες που αναμένεται επίσης να συγκαταλέγονται μεταξύ εκείνων που θα υποστούν τη μεγαλύτερη συρρίκνωση του ΑΕΠ τους το 2020. Όπως σημειώνει το ΕΕΣ, η Επιτροπή εκτίμησε πρόσφατα ότι η θέση του δημόσιου χρέους παραμένει βιώσιμη σε όλα τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ, αλλά οι προβλέψεις περιβάλλονται από ιδιαίτερα υψηλό βαθμό αβεβαιότητας.
Συν τοις άλλοις, αυτά τα αυξανόμενα δημόσια χρέη και οι ανησυχίες σχετικά με τη βιωσιμότητά τους ενδέχεται στη συνέχεια να περιορίσουν τη δημοσιονομική ικανότητα παρέμβασης για την αντιμετώπιση άλλων κρίσεων, τη χρηματοδότηση της μακροπρόθεσμης ανάπτυξης και της οικονομικής σύγκλισης εντός της ΕΕ και τη συμβολή στις στρατηγικές της ΕΕ. Ως εκ τούτου, τα νέα σχέδια δράσης της ΕΕ για επενδύσεις στην κλιματική και την ψηφιακή μετάβαση ενδέχεται να βρεθούν αντιμέτωπα με νέους χρηματοδοτικούς περιορισμούς σε εθνικό επίπεδο.
Από την Έκθεση προκύπτει ότι τέσσερις από τις πέντε μεγαλύτερες δέσμες δημοσιονομικών μέτρων σε σχέση με το οικείο ΑΕΠ εγκρίθηκαν από τα τέσσερα μεγαλύτερα κράτη μέλη της ΕΕ, κυρίως λόγω των ποσών που ανακοινώθηκαν για τα συστήματα εγγυήσεών τους. Η απόκριση της Γερμανίας περιλάμβανε τα περισσότερα μέτρα, που ανήλθαν περίπου στο 43 % του ΑΕΠ της, ακολουθούμενη από την Ιταλία (37 %), τη Γαλλία (23 %) και την Ισπανία (22 %). Αντίθετα, ορισμένες από τις χώρες που προσχώρησαν στην Ένωση αργότερα υιοθέτησαν σημαντικά μικρότερες δέσμες δημοσιονομικών μέτρων: στη Βουλγαρία (2 %), τη Σλοβακία (5 %) και τη Ρουμανία (5 %) αναλογούν οι μικρότερες δέσμες μεταξύ των κρατών μελών.
Οι εγγυήσεις αντιπροσωπεύουν το κύριο μερίδιο των δεσμών δημοσιονομικών μέτρων, κάτι που ισχύει ιδίως για τις χώρες με τις μεγαλύτερες δέσμες μέτρων. Παραδείγματος χάριν, στη Γερμανία το 58 % των δεσμών μέτρων συνίσταται σε εγγυήσεις· το ποσοστό αυτό ανέρχεται σε 73 % στην Ιταλία, 68 % στη Γαλλία και 65 % στην Ισπανία. Άλλα κράτη μέλη εστίασαν το μεγαλύτερο μέρος των δημοσιονομικών μέτρων σε μέτρα διακριτικής ευχέρειας στο σκέλος των εσόδων και των δαπανών, όπως η Λιθουανία (81 %), η Αυστρία (81 %), η Μάλτα (72 %) και η Σουηδία (70 %). Η Ελλάδα έριξε το βάρος στο σκέλος των δαπανών.
Μέχρι στιγμής, τα συστήματα μειωμένου ωραρίου εργασίας και τα καθεστώτα κρατικών ενισχύσεων που προσφέρονται από τις κυβερνήσεις έχουν καλύψει τις ανάγκες ρευστότητας των επιχειρήσεων και, ως εκ τούτου, έχουν περιορίσει τις μαζικές απολύσεις. Πράγματι, οι πρόσφατες αυξήσεις των ποσοστών ανεργίας είναι μικρές σε σύγκριση με τη μείωση της παραγωγής. Στην ΕΕ, η ανεργία αυξήθηκε πολύ λιγότερο από ό,τι στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου οι δημόσιες αρχές δεν παρείχαν κίνητρα για γενικευμένα συστήματα διατήρησης θέσεων εργασίας, αλλά αντ’ αυτού παρέτειναν τα επιδόματα ανεργίας. Η Ελλάδα βρίσκεται στην πρώτη θέση, ως προς τη χρήση του “εργαλείου” των μειωμένων ωρών εργασίας, ως αντίβαρο στην αύξηση των απολύσεων.
Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο, οι σημαντικές μειώσεις, κατά περίπου 15 %, των συνολικών ωρών εργασίας στην οικονομία της ΕΕ το πρώτο εξάμηνο του 2020, αποτελούν ένδειξη δυνητικά μεγάλης αύξησης της ανεργίας, καθώς και του διαφορετικού αντικτύπου στα κράτη μέλη. Η προηγούμενη εμπειρία από την εφαρμογή προγραμμάτων διατήρησης θέσεων εργασίας κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης δείχνει ότι η παρατεταμένη χρήση τους ενέχει τον κίνδυνο στήριξης επιχειρήσεων σε πορεία παρακμής, καθυστερώντας την αναδιάρθρωσή τους και επιβραδύνοντας την αύξηση της παραγωγικότητας.