Με πυξίδα ρυθμούς ανάπτυξης 3,5% για μια δεκαετία!
Όταν οι βασικοί σου δείκτες υπολείπονται όχι μόνο έναντι των «μεγάλων» της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά ακόμα και των ομοίων σου, τότε είναι προφανές ότι δεν είναι στραβός ο γιαλός αλλά στραβά αρμενίζουμε.
Αυτή είναι λίγο ως πολύ η βασική διαπίστωση στην 250 σελίδων έκθεση της Επιτροπής Σοφών, υπό το νομπελίστα Χ. Πισσαρίδη, η οποία προτείνει μια πραγματική επανάσταση 20 σημείων, προκειμένου η ελληνική οικονομία να αποτινάξει τις παθογένειες της και να μη χάσει μια ακόμα ευκαιρία να γυρίσει σελίδα. Υπό άλλες συνθήκες η Έκθεση θα αντιμετωπιζόταν ως έκθεση ιδεών, ωστόσο με δεδομένο ότι στη χώρα θα εισρεύσουν περί τα 72 δις ευρώ μέσα στην επόμενη 7ετία, θα ήταν εγκληματικό να αγνοηθούν προτάσεις και συμπεράσματα που συχνά κινούνται στη ζώνη του αυτονόητου.
Οι επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας αυτήν τη στιγμή δεν είναι αξιοζήλευτες:
- Εργασία (25η στην ΕΕ στο % του πληθυσμού που εργαζόταν ή αναζητούσε εργασία το 2019).
- Κεφάλαιο (27η στην ΕΕ στις πάγιες επενδύσεις επιχειρήσεων ως % του ΑΕΠ το 2019).
- Χαμηλή παραγωγικότητα (22η στην ΕΕ στην παραγωγικότητα της εργασίας το 2017).
- Χαμηλές επιδόσεις σε καινοτομία (20η στην ΕΕ στον Ευρωπαϊκό δείκτη καινοτομίας το 2020).
- Εσωστρέφεια (23η στην ΕΕ στις εξαγωγές + εισαγωγές ως % του ΑΕΠ το 2019).
- Αναποτελεσματικό κοινωνικό κράτος (3η στην ΕΕ στον κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού το 2018).
- Χαμηλές περιβαλλοντικές επιδόσεις (22η στην ΕΕ στον δείκτη κυκλικής διαχείρισης υλικών το 2017).
Ακόμα και στο πεδίο των εξαγωγών, που κράτησαν τη χώρα στην επιφάνεια κατά τη διάρκεια των «μαύρων» μνημονιακών χρόνων, οι επιδόσεις υπολείπονται κατά πολύ από τις αντίστοιχες επιδόσεις της Αυστρίας, του Βελγίου, της Δανίας, της Ολλανδίας, της Πορτογαλίας, της Σουηδίας, της Τσεχίας, ακόμα και της Βουλγαρίας, δηλαδή χωρών με πληθυσμό αντίστοιχο της Ελλάδας.
Μαγικές συνταγές δεν υπάρχουν. Υπάρχουν δράσεις σε «ευαίσθητα» πεδία, που κατά την Επιτροπή Πισσαρίδη, μπορούν να οδηγήσουν σε ολική ανατροπή:
- ετήσια αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά ποσοστό της τάξης του 3,5% για την επόμενη δεκαετία, κατά μέσο όρο. Ο στόχος αυτός μπορεί να επιτευχθεί μέσω της ετήσιας αύξησης της απασχόλησης κατά 1% και της ετήσιας αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας κατά 2,5%.
- το 2030 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε ισοτιμίες αγοραστικής δύναμης αναμένεται να ανέλθει στο 81% της ΕΕ (από το 67% το 2019) ενώ η ανεργία θα μειωθεί στο 7% (από το 17,2% το 2019).
- οι εξαγωγές θα αυξηθούν κατά 90%, ενώ το μερίδιο των εξαγωγών στο ΑΕΠ θα ανέλθει στο 50,5%, από το 37,2% το 2019.
Οι προτεινόμενες δράσεις αφορούν στους νευραλγικούς τομείς της φορολογίας, του συνταξιοδοτικού, της λειτουργίας του δημόσιου τομέα, της δικαιοσύνης, της τοπικής αυτοδιοίκησης, της εκπαίδευσης, της υγείας, της πρόνοιας, της αγοράς εργασίας, της «πράσινης» ανάπτυξης, των υποδομών. Ειδικά όσον αφορά στο πεδίο της φορολογίας, τρεις είναι οι βασικές κατευθύνσεις:
- Μείωση συντελεστών (μετά τα πρώτα κλιμάκια - ενδεικτικά, απάλειψη «εισφοράς αλληλεγγύης»).
- Ενίσχυση διαφάνειας στις συναλλαγές με θετικά στοχευμένα κίνητρα για χρήση ηλεκτρονικών πληρωμών.
- Ενσωμάτωση εισοδημάτων σε ενιαία κλίμακα φορολογίας, ανεξάρτητα από την πηγή.
Ως προς το Ασφαλιστικό, η Επιτροπή προτείνει:
- Μείωση ασφαλιστικών εισφορών (ενδεικτικά, μέσω σταθερών εισφορών υγείας) και ανώτατου ορίου ασφαλιστέου εισοδήματος.
- Ενίσχυση αναλογικότητας δημόσιου διανεμητικού πυλώνα ασφάλισης. Ανάπτυξη δεύτερου και τρίτου πυλώνα με κίνητρα με ιδιωτικές αποφάσεις.
- Μετάβαση από διανεμητικό σε κεφαλαιοποιητικό σύστημα επικουρικής σύνταξης, με άμεση εφαρμογή για όσους εισέρχονται στην αγορά εργασίας και εθελοντικά για όσους άλλους εργαζόμενους το επιθυμούν.
- Πλαίσιο εποπτείας για ασφαλιστικά ταμεία, συμπεριλαμβανομένου και ενός δημόσιου ταμείου.
Μια από τις βασικές παραδοχές του Σχεδίου είναι, όμως, η επίτευξη αυτών των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης σε περιβάλλον ήπιας δημοσιονομικής πολιτικής. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή θεωρεί ότι με πλεονάσματα 1-1,5% αφενός εξασφαλίζεται η αξιοπιστία έναντι των αγορών αφετέρου δεν δημιουργούνται αντιαναπτυξιακά αναχώματα. Για να καταστεί αυτό δυνατό απαιτείται η συμφωνία των Ευρωπαίων, με δεδομένο ότι η Ανάλυση Βιωσιμότητας του ελληνικού Χρέους είναι «χτισμένη» στην παραδοχή ότι θα επιτυγχάνονται πρωτογενή πλεονάσματα 2,2% κατά μέσο όρο ως το 2060.