Πώς «χτυπάει» η εφορία με νέους ελέγχους hi-tech
Διάταξη για το ευκολότερο άνοιγμα τραπεζικών θυρίδων, ως ήταν αναμενόμενο, δεν υπάρχει στο πολυνομοσχέδιο που κατατέθηκε στη Βουλή, καθώς στο υπουργείο Οικονομικών- όπως λένε- έχουν άλλες προτεραιότητες και σίγουρα όχι την επίλυση ενός τόσο πολύπλοκου νομικού ζητήματος. Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι στην πληθώρα των φορολογικών διατάξεων δεν υπάρχουν «καυτές» ρυθμίσεις. Κάθε άλλο.
Όποιος σκαλίσει ανάμεσα στα άρθρα του πολυνομοσχεδίου, θα βρεθεί μπροστά σε μια διάταξη, που ενσαρκώνει τη σπουδή της ΑΑΔΕ να «τρέξει» τους φορολογικούς ελέγχους, όχι όμως με… καριοφίλια, δηλαδή με μεθόδους παλαιάς κοπής άρα και αναποτελεσματικές, αλλά με… άλλα κόλπα, ηλεκτρονικά.
Η ιδέα του να στηθεί ένα ηλεκτρονικό δίχτυ πάνω από τις τράπεζες δεν είναι καινούργια. Το πρώτο βήμα έγινε όταν κατέστη σαφές ότι δεν είναι δυνατόν να ελέγχονται κινήσεις τραπεζικών λογαριασμών για χιλιάδες ύποπτες υποθέσεις, με… χειρόγραφα κι επιστολές των ελεγκτικών Αρχών στις τράπεζες.
Κάπως έτσι δημιουργήθηκε ο αποκαλούμενος Μεγάλος Αδελφός, μέσω του οποίου πιστοποιημένοι εφοριακοί μπορούν να ζητάνε με το πάτημα ενός κουμπιού, στοιχεία από τις τράπεζες για κάθε ελεγχόμενο πρόσωπο.
Στην πράξη αποδείχθηκε, όμως, ότι δεν ήταν όλα ρόδινα, καθώς έπρεπε να αποστέλλεται ηλεκτρονικό αίτημα σε κάθε τράπεζα, ενώ αν προσθέσει κανείς τον απίστευτο όγκο δεδομένων προς επεξεργασία, αντιλαμβάνεται το χρόνο και το προσωπικό που απαιτείται για την ολοκλήρωση πολύπλοκων υποθέσεων, όπως οι λίστες της μεγάλης φοροδιαφυγής.
Και κάπως έτσι φτάνουμε στο τώρα και στο πολυνομοσχέδιο, μέσω του οποίου η ΑΑΔΕ επιχειρεί το colpo grosso: μαζικές αποστολές τέτοιων αιτημάτων, προς πάσα κατεύθυνση.
Ειδικότερα, στο πρώτο στάδιο, προβλέπεται η δυνατότητα της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων να λαμβάνει, με τρόπο μαζικό και αυτοματοποιημένο, στοιχεία και πληροφορίες που αφορούν σε τραπεζικούς λογαριασμούς, λογαριασμούς πληρωμών, επενδυτικών προϊόντων και δανειακές συμβάσεις, ελεγχόμενων από την Α.Α.Δ.Ε. φυσικών ή νομικών προσώπων και οντοτήτων από τα πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένων των υποκαταστημάτων των αλλοδαπών Πιστωτικών Ιδρυμάτων, των υπό εκκαθάριση πιστωτικών ιδρυμάτων, των ιδρυμάτων πληρωμών και των ιδρυμάτων έκδοσης ηλεκτρονικού χρήματος που παρέχουν και εκτελούν υπηρεσίες πληρωμών στην Ελλάδα, καθώς και από τις εποπτευόμενες από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επενδυτικές εταιρείες.
Τι σημαίνουν πρακτικά όλα τα παραπάνω; Ότι η ΑΑΔΕ θα μπορεί να σχηματίζει το οικονομικό προφίλ των ελεγχόμενων, αξιοποιώντας στοιχεία από τις καταθέσεις τους ως και τα δάνεια τους.
Στο δεύτερο στάδιο, τα στοιχεία και οι πληροφορίες, τηρούνται σε βάση δεδομένων της Α.Α.Δ.Ε. μέχρι την παραγραφή του δικαιώματος της Φορολογικής Διοίκησης να βεβαιώσει φόρο στη βάση των σχετικών προς έλεγχο υποθέσεων και προωθούνται κατόπιν επεξεργασίας στις ελεγκτικές υπηρεσίες της Α.Α.Δ.Ε. με ασφάλεια και ταχύτητα μέσω ειδικής μηχανογραφικής εφαρμογής. Τουτέστιν, μικραίνει δραστικά ο απαιτούμενος χρόνος για τη διενέργεια των ελέγχων.
Στο τρίτο και καθοριστικό στάδιο, όλος αυτός ο όγκος πληροφοριών γίνεται αντικείμενο αλλεπάλληλων διασταυρώσεων αλλά με τρόπο τυποποιημένο και ενιαίο, έτσι ώστε να αποφεύγονται σφάλματα, που έχουν ως αποτέλεσμα και οι υποθέσεις να «πέφτουν» στη ΔΕΔ ή στα διοικητικά δικαστήρια και οι φορολογούμενοι να ταλαιπωρούνται.
Μετά από το σοκ της παραγραφής χιλιάδων υποθέσεων- που δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία για όσους δεν πετούν στα σύννεφα- η ΑΑΔΕ έχει βάλει ως στόχο να επικεντρώσει τις ελεγκτικές μονάδες στις νεότερες χρήσεις, δηλαδή στις «φρέσκες» υποθέσεις.
Ωστόσο, τα έως τώρα αποτελέσματα δεν είναι τα προσδοκώμενα. Με βάση τους μνημονιακούς στόχους, που εξακολουθούν να ισχύουν, από το σύνολο των ολοκληρωμένων φορολογικών ελέγχων, το 70% πρέπει να αφορά σε «φρέσκες» υποθέσεις, με το σκεπτικό ότι είναι πιο εύκολα εισπράξιμοι οι όποιοι πρόσθετοι φόροι και πρόστιμα.
Τα στοιχεία του Σεπτεμβρίου δείχνουν, όμως, ότι ο πήχης έχει «κολλήσει» στο 55,5%, με το μεγαλύτερο πρόβλημα να εντοπίζεται εκεί που δεν θα έπρεπε: στο Κέντρο Ελέγχου Μεγάλων Επιχειρήσεων, με 43 ολοκληρωμένους πλήρεις και μερικούς ελέγχους και στο Κέντρο Φορολογούμενων Μεγάλου Πλούτου με μόλις 1 (!) ολοκληρωμένο πλήρη έλεγχο και 28 μερικούς.