Φέσσας: Ισχυρότεροι οι οικονομικοί δεσμοί Ελλάδας-Γερμανίας στην κρίση
«Αδιάψευστος μάρτυρας των σημαντικών διαρθρωτικών αλλαγών που συνέβησαν στην Ελλάδα στα χρόνια της κρίσης, από το 2009 έως το 2017, είναι η εμπιστοσύνη των γερμανικών επιχειρήσεων προς την ελληνική οικονομία.
Αυτή επιβεβαιώνεται από την εντυπωσιακή βελτίωση των διμερών οικονομικών σχέσεων μεταξύ Ελλάδας-Γερμανίας τόσο σε επίπεδο γερμανικών άμεσων ξένων επενδύσεων όσο και στις εξαγωγές ελληνικών προϊόντων προς τη γερμανική αγορά. Η Ελλάδα σήμερα παρουσιάζει ελκυστικές τιμές για ακόμη περισσότερες ξένες επενδύσεις».
Αυτό ήταν το κεντρικό μήνυμα της παρουσίασης του Προέδρου του ΣΕΒ, Θεόδωρου Φέσσα, που συμμετείχε σε διεθνές συνέδριο του Economist, το οποίο πραγματοποιήθηκε χθες, (Δευτέρα, 3/12/2018), στο Βερολίνο, σε πάνελ όπου συμμετείχε και ο Πρόεδρος των Γερμανών Βιομηχάνων (BDI), Dieter Kempf.
Συγκεκριμένα ο κ. Φέσσας παρουσίασε στοιχεία σύμφωνα με τα οποία οι γερμανικές ΑΞΕ στη χώρα μας έχουν αυξηθεί από 11,5% το 2009 σε 22% το 2017, με συνέπεια να κατέχουν σήμερα το μεγαλύτερο μερίδιο ΑΞΕ στην ελληνική οικονομία. Αντίστοιχα καλή είναι και η πορεία των ελληνικών εξαγωγών προς τη γερμανική αγορά, οι οποίες έχουν αυξηθεί στα 2 δισ. ευρώ το 2017 με σημαντικότερες κατηγορίες τα τρόφιμα (600 εκατ. ευρώ), τα βιομηχανικά και τα χημικά προϊόντα (370 εκατ. ευρώ και 320 εκατ. ευρώ αντίστοιχα) και ζήτησε τη βελτίωση της πρόσβασης των ελληνικών επιχειρήσεων στη γερμανική αγορά, με στόχο την περαιτέρω διείσδυση και ανάπτυξη των επιχειρηματικών συνεργασιών.
Επιπλέον αναφέρθηκε στις ευκαιρίες που παρουσιάζονται σήμερα για τοποθετήσεις θεσμικών επενδυτών σε ελληνικές επιχειρήσεις αλλά και σε νέες επενδύσεις, καθώς:
• οι αξίες στο Χρηματιστήριο Αξιών είναι κατά 64% χαμηλότερες από το 2009 –τη στιγμή που ο ευρωπαϊκός χρηματιστηριακός δείκτης έχει σημειώσει αύξηση κατά 60%,
• οι τιμές ακινήτων είναι μειωμένες κατά 45% σε σύγκριση με το 2009
• ενώ υπάρχει πληθώρα διαθέσιμου ανθρώπινου δυναμικού με ικανότητες και αυξημένα προσόντα στις κατηγορίες των επιστημόνων και των μηχανικών.
Ο Πρόεδρος του ΣΕΒ σημείωσε ακόμη ότι παρά την προϊούσα αποεπένδυση στη χώρα, που ξεπερνά τα 100 δισ. ευρώ, έχει ξεκινήσει μια μικρή, αλλά σταδιακή ανάκαμψη των επενδύσεων, με έμφαση στο βιομηχανικό εξοπλισμό, και τόνισε ότι τα μέλη του ΣΕΒ σχεδιάζουν επενδύσεις €16 δισ. τα επόμενα χρόνια, ενώ και μέσα στην κρίση δεν έπαψαν να επενδύουν, να αναβαθμίζουν κρίσιμες υποδομές και να ενισχύουν τα τοπικά τους δίκτυα.
Όπως επισήμανε και παρά τις βελτιώσεις που έχουν γίνει, όπως και τον εξορθολογισμό της αξίας των παγίων, εάν θέλουμε να δούμε ένα ισχυρό κύμα επενδύσεων στη χώρα μας, οφείλουμε να κινηθούμε ταχύτερα και να ξεπεράσουμε τα προβλήματα που δημιουργούν η γραφειοκρατία, οι διαδικασίες αδειοδότησης και χωροθέτησης και η πολύ υψηλή, γεμάτη ασάφειες και απρόβλεπτη φορολογία.
Ο κ. Φέσσας δεν παρέλειψε να σημειώσει ότι παραμένουν ανοικτά, σημαντικά διαρθρωτικά ζητήματα αλλά και προβλήματα που αφήνει πίσω της ως κληρονομιά η πολυετής ύφεση αλλά και τα λάθη στην υλοποίηση των προγραμμάτων προσαρμογής που έγιναν τόσο από τις Ελληνικές κυβερνήσεις όσο και από τους Ευρωπαϊκούς Θεσμούς.
Όπως χαρακτηριστικά επισήμανε ο Πρόεδρος του ΣΕΒ, σήμερα η Ελλάδα είναι μια χώρα βαθιά υπερφορολογημένη, ιδιαίτερα στην εργασία και στην παραγωγή, η πρόσβαση στη χρηματοδότηση για τις ελληνικές επιχειρήσεις παραμένει περιορισμένη και ακριβή, το απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι τεράστιο σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη, το μικρό μέγεθος του ιδιωτικού τομέα σε σχέση με το κράτος και τα μικρά επιχειρηματικά μεγέθη κρατούν χαμηλή την παραγωγικότητα της οικονομίας σε συνδυασμό και με το μεγάλο ψηφιακό έλλειμμα.
Τέλος, η τάση γήρανσης του πληθυσμού, οι υψηλές συνταξιοδοτικές δαπάνες, όπως και το γεγονός ότι παρά τους πολύ μειωμένους μισθούς, τα επίπεδα απασχόλησης στη χώρα παραμένουν πολύ χαμηλά, ως αποτέλεσμα των διαρθρωτικών αντικινήτρων για εργασία –της υψηλής φορολογίας και των πολύ υψηλών, μη ανταποδοτικών εισφορών, αποτελούν σημαντικές διαρθρωτικές προκλήσεις.
Ο κ. Φέσσας σημείωσε ότι «η Ελλάδα πρέπει να αλλάξει από οικονομία της κατανάλωσης και των εισαγωγών σε οικονομία της παραγωγής και των εξαγωγών. Για να συμβεί αυτό απαιτείται άλλο μείγμα πολιτικής». Κλείνοντας, τόνισε ότι είναι κρίσιμο να αποδειχθεί ότι όλοι έχουμε γίνει σοφότεροι μέσα από την οδυνηρή εμπειρία της προσαρμογής, και υπογράμμισε ότι για να συμβεί αυτό πρέπει να δοθεί έμφαση σε 6 άξονες:
1) διατήρηση της πολιτικής και δημοσιονομικής σταθερότητας ιδιαίτερα στην επόμενη εκλογική χρονιά
2) συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων
3) διαρκής βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος
4) ψηφιακός μετασχηματισμός του κράτους και της οικονομίας
5) διατήρηση της ευελιξίας στην αγορά εργασίας, εναρμόνιση των μισθών με την παραγωγικότητα της οικονομίας και μείωση του υψηλού μη μισθολογικού κόστους
αξιοποίηση του φιλο-ευρωπαϊκού αισθήματος της Ελληνικής κοινωνίας που βελτιώνεται αισθητά τα τελευταία χρόνια για ακόμη ταχύτερη σύγκλιση με την υπόλοιπη Ευρώπη.