Σε ανοικτή γραμμή με τους Θεσμούς για τις νέες ρυθμίσεις οφειλών

Φωτογραφία: Shutterstock

Τα πράγματα είναι απλά. Το υπουργείο Οικονομικών άνοιξε τις βαλβίδες αποσυμπίεσης νοικοκυριών κι επιχειρήσεων, ευελπιστώντας ότι μετά το πρώτο εξάμηνο του 2021 θα αρχίσει να εισπράττει σε βάθος διετίας αυτά που υπό κανονικές συνθήκες θα έπρεπε να έχει εισπράξει πριν κλείσει η φετινή χρονιά.

Σε συνθήκες πρωτοφανούς κρίσης, όπως αυτή αποτυπώνεται στην απώλεια σχεδόν 27 δισ ευρώ σε σύγκριση με τις αρχικές εκτιμήσεις για το φετινό ΑΕΠ, το να απαιτείς από τους φορολογούμενους να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους είναι μάλλον ουτοπία, αν λάβει κανείς υπόψιν ότι πέρα από τους τρέχοντες φόρους, φυσικά και νομικά πρόσωπα κουβαλάνε ρυθμίσεις για χρέη που γεννήθηκαν στα “μαύρα” χρόνια των μνημονίων. Είναι ενδεικτικό ότι μπαίνοντας στη δίνη της νέας κρίσης, βρίσκονταν υπό ρύθμιση περίπου 5,8 δισ. ευρώ οφειλών στις εφορίες.

Η πρώτη κίνηση- προαναγγελθείσα εδώ και καιρό- ήταν να “παγώσουν” ως το τέλος του ερχόμενου Απριλίου, περίπου 1,5 δισ. ευρώ από φόρους και δόσεις ρυθμίσεων της σκληρής καραντίνας, δηλαδή από το Μάρτιο ως και τον Ιούνιο. Μετά από πολλά παζάρια με τους Θεσμούς, που ήταν αρνητικοί σε διευκολύνσεις, προτάσσοντας την... κουλτούρα πληρωμών, το οικονομικό επιτελείο πέρασε τελικά τη ρύθμιση που δίνει τη δυνατότητα άτοκης εξόφλησης αυτών των χρεών σε ορίζοντα ενός έτους, δηλαδή από το Μάιο του 2021 ως τον Απρίλιο του 2022 ή ως τον Απρίλιο του 2023 με επιτόκιο 2,5%. Το ρίσκο προφανές, καθώς για να βγει η εξίσωση, θα πρέπει να βγει και η ελληνική οικονομία από την κρίση του κορωνοϊού μετά το πρώτο τρίμηνο του 2021.

Οι πληροφορίες αναφέρουν, όμως, ότι ενώ για τη ρύθμιση των οφειλών της καραντίνας, υπήρξε έστω με δυσκολία συμφωνία με τους Ευρωπαίους τεχνοκράτες, για τις άλλες τρεις παρεμβάσεις οι τεχνικάριοι των Θεσμών μόλις τώρα ενημερώνονται και οι πρώτες αντιδράσεις ήταν μάλλον οι αναμενόμενες: ξινίλα και πολλές ερωτήσεις, όπως ακριβώς συνέβη με την παράταση της “Γέφυρας”.

Για το υπουργείο Οικονομικών το γεγονός ότι χορηγήθηκαν έκτακτες αποζημιώσεις σε εργαζόμενους και ενεργοποιήθηκαν έκτακτα χρηματοδοτικά εργαλεία για τις επιχειρήσεις, αρκεί για να πειστεί και ο πλέον κακόπιστος ότι η ελληνική οικονομία δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση στον τυφώνα της πανδημίας. Με αυτό το δεδομένο των έκτακτων συνθηκών, θεωρήθηκε αυτονόητο ότι π.χ. ένας επαγγελματίας που είδε το τζίρο του να πέφτει 50-60% και βρέθηκε σε αδυναμία να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του Εξωδικαστικού ή της ρύθμισης των 120 δόσεων, δεν θα πρέπει να τιμωρηθεί και να αποβληθεί δια παντός από αυτό το ευνοϊκό πλαίσιο. Για λόγους ανωτέρας βίας- αυτό το επιχείρημα προς του Θεσμούς- αυτοί οι φορολογούμενοι θα έχουν μια ακόμα ευκαιρία, εφόσον ξεκινήσουν από τώρα να πληρώνουν τις δόσεις τους, αναλαμβάνοντας την υποχρέωση να εξοφλήσουν στο τέλος και τις “χαμένες” δόσεις.

Το επιχείρημα για την τρίτη παρέμβαση “πατάει” στις απαιτήσεις των ίδιων των Θεσμών. Πρόκειται για τις καταπτώσεις κρατικών εγγυήσεων, οι οποίες υπολογίζονται σε περίπου 1,1% του ΑΕΠ, δηλαδή σε περίπου 2 δισ. ευρώ, που αποτελούν εδώ και μήνες σημείο τριβής μεταξύ Δημοσίου και τραπεζών, με τους Ευρωπαίους να πιέζουν για διευθέτηση του θέματος. Το αρχικό πλάνο προέβλεπε “ξεστοκάρισμα” σε ορίζοντα 5ετίας, πάντα με την επισφάλεια των υπολοίπων κρατικών εγγυήσεων (συνολικά περίπου 3,4 δισ ευρώ), ωστόσο με τη νέα γενιά των κορωνοδανείων με κρατική εγγύηση, ο δείκτης επισφάλειας ανεβαίνει. Η κίνηση του υπουργείου είναι να δοθεί ορίζοντας 10ετούς αποπληρωμής στους φορολογούμενους και μάλιστα με “κούρεμα” τόκων- προσαυξήσεων, ανάλογο του διαστήματος της ρύθμισης.

Η τέταρτη παρέμβαση είναι η πιο προβληματική, τουλάχιστον με τη λογική των ξένων τεχνοκρατών. Το υπουργείο Οικονομικών έδωσε μια ακόμα ευκαιρία σε χρέη που μπήκαν σε πάγια ρύθμιση, εξυπηρετούνταν κανονικά ως τον περσινό Νοέμβριο αλλά μετά κάτι στράβωσε και η ρύθμιση χάθηκε, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να ρυθμιστούν εκ νέου. Όσοι φορολογούμενοι εντάσσονται σε αυτήν την κατηγορία αποκτούν δικαίωμα να ξαναρυθμίσουν και το υπουργείο Οικονομικών- διορθώνοντας μια στρέβλωση του πλαισίου της πάγιας ρύθμισης- ευελπιστεί ότι αυτές οι οφειλές θα πληρωθούν.

Αυτό που δεν έγινε και πιέζει η αγορά είναι η προσαρμογή της πάγιας ρύθμισης στις έκτακτες συνθήκες της πανδημίας. Ο Εμπορικός Σύλλογος της Αθήνας- και όχι μόνο- ζητά οι επιχειρήσεις που εκτάκτως και χωρίς δική τους υπαιτιότητα, έχουν αποδεδειγμένα μεγάλη πτώση τζίρου, να μπορούν να ενταχθούν στην πάγια ρύθμιση των 48 δόσεων που αφορά έκτακτες οφειλές. Το επιχείρημα είναι ότι αύξηση των δόσεων από 24 σε 48 θα εξασφαλίσει σταδιακή αποπληρωμή υποχρεώσεων, οι οποίες σε διαφορετική περίπτωση θα χαθούν οριστικά λόγω των “λουκέτων”.

ΣΧΕΤΙΚΑ