Το ελληνικό παράδοξο: Χαμηλοί μισθοί- υψηλές τιμές
Κι όμως, εν έτει 2020, μετά από μια δεκαετία ασφυκτικών μνημονιακών πιέσεων με στόχο την περιβόητη εσωτερική υποτίμηση, δηλαδή τη συμπίεση μισθών και τιμών, οι Έλληνες εξακολουθούν να πληρώνουν ακριβότερα ως πολύ ακριβότερα από πολλούς Ευρωπαίους, ακόμα και για βασικά είδη διατροφής, όπως το ψωμί.
Οι επισημάνσεις της Επιτροπής Πισσαρίδη περί «υπερρυθμισμένης αγοράς προϊόντων» φαίνεται ότι δίνουν κάποιες απαντήσεις στον ελληνικό… γρίφο των χαμηλών μισθών- υψηλών τιμών, αναδεικνύοντας μια ακόμα πρόκληση για το Σχέδιο Ανάκαμψης.
Η συγκριτική μελέτη της Eurostat είναι αποκαλυπτική, συνάμα απογοητευτική, καθώς δείχνει ότι ψωμί και δημητριακά στην Ελλάδα πωλούνται πολύ πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ξεπερνώντας ακόμα και τη Γαλλία! Κοινώς το ψωμί, αν και βασικό είδος διατροφής, πωλείται ακριβά ή εν πάση περιπτώσει ακριβότερα από άλλες χώρες της Ευρώπης.
Είναι άραγε μόνο η τιμή των δημητριακών ολίγον… «αλμυρή» για τα ελληνικά νοικοκυριά; Δυστυχώς όχι. Όπως προκύπτει από το λίαν κατατοπιστικό συγκριτικό γράφημα της Eurostat, οι τιμές των τροφίμων συνολικά είναι υψηλότερες κατά 2,5% από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Τις πταίει άραγε; Αν αναζητήσει κανείς την… πέτρα του σκανδάλου σε κάθε κρίκο της αλυσίδας ξεχωριστά, πιθανότατα δεν θα βγάλει άκρη, καθώς άπαντες υποστηρίζουν- και συνήθως έχουν δίκιο- ότι τα περιθώρια κέρδους τους είναι υπερβολικά χαμηλά κι ότι «δεν βγαίνουν» αν ρίξουν τις τιμές. Αν επιχειρήσει, όμως, κάποιος να δει όλη την εικόνα, θα εντοπίσει στοιχεία που αυξάνουν τα λειτουργικά κόστη στην αλυσίδα παραγωγής και διάθεσης των προϊόντων, με αποτέλεσμα να προκύπτουν στρεβλώσεις και φυσικά υψηλότερες τιμές.
Ένα από τα πρώτα ευρήματα της Επιτροπής Πισσαρίδη είναι ότι περιοριστικό ρόλο για την ένταση ανταγωνισμού έχουν η ρυθμιστική πολιτική και η λειτουργία της δημόσιας διοίκησης που δημιουργούν εμπόδια στην είσοδο νέων επιχειρήσεων και στην παραγωγική μεγέθυνση και επέκταση αυτών που ήδη λειτουργούν. «Οι υπερβολικές και ανώφελες ρυθμίσεις σε μεγάλο αριθμό αγορών στην Ελλάδα έχουν οδηγήσει σε υψηλό ρυθμιστικό βάρος, στη διαμόρφωση προστατευμένων αγορών προϊόντων και σε «κλειστά» επαγγέλματα. Ταυτόχρονα η εφαρμογή ρυθμίσεων ουσιαστικής σημασίας από τη δημόσια διοίκηση, όπως το δίκαιο του ανταγωνισμού και η κλαδική ρύθμιση, δεν είναι επαρκώς αποτελεσματική, με συνέπεια την ύπαρξη μονοπωλιακών ή ολιγοπωλιακών συμπεριφορών σε κάποιες αγορές», αναφέρει χαρακτηριστικά το πόρισμα, χωρίς να εξαιρεί τη συμπεριφορά των ίδιων των εταιριών, χαρακτηρίζοντας ως προβληματικό το υπόδειγμα εταιρικής διοίκησης και διακυβέρνησης που επικρατεί.
Ενδείξεις για χαμηλή ένταση ανταγωνισμού προέρχονται και από τον δείκτη που αφορά τη ρύθμιση της αγοράς προϊόντων (Product Market Regulation, PMR). Ο συγκεκριμένος δείκτης που δημοσιεύεται κάθε πέντε χρόνια από τον ΟΟΣΑ, προσφέρει ένα μέτρο της ποιότητας των ρυθμίσεων της αγοράς προϊόντων και του βαθμού στον οποίο λειτουργούν περιοριστικά. Καταγράφει επίσης τα εμπόδια στην επιχειρηματικότητα και τις επενδύσεις, καθώς και τον βαθμό του κρατικού ελέγχου στην οικονομία.
Η εικόνα που προκύπτει από τον εν λόγω δείκτη ως προς τη σχετική θέση της Ελλάδας είναι συνεπής με τα προηγούμενα αποτελέσματα: αυστηρή ρύθμιση της αγοράς προϊόντων, ισχυρός κρατικός έλεγχος και μεγάλα εμπόδια στην επιχειρηματικότητα. Ειδικότερα, η Ελλάδα βρίσκεται στην 7η δυσμενέστερη θέση ανάμεσα στα 27 μέλη της ΕΕ. Η χώρα καταγράφει τη μεγαλύτερη υστέρηση στους υποδείκτες που μετρούν τη διαδικασία απλοποίησης και αξιολόγησης των ρυθμίσεων (με ειδικά προβληματική την αλληλεπίδραση με ομάδες συμφερόντων), τα εμπόδια ανταγωνισμού σε υπηρεσίες και δίκτυα, και το εύρος δραστηριοτήτων επιχειρήσεων που ανήκουν στο δημόσιο.