Πρόταση για δημιουργία bad bank επεξεργάζεται η ΤτΕ
Στις νέες συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί με την πανδημία του COVID-19, οι μακροοικονομικές προβλέψεις περιβάλλονται από μεγάλη αβεβαιότητα, τονίζει η Τράπεζα της Ελλάδος στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας που δημοσιεύτηκε σήμερα. Συνεπώς το τραπεζικό σύστημα καλείται να αντεπεξέλθει στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει, ούτως ώστε να διασφαλιστεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα και η ομαλή χρηματοδότηση της οικονομίας.
Η έκθεση, η οποία δημοσιεύεται δύο φορές το χρόνο από τη Διεύθυνση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, επικεντρώνεται στις εξελίξεις που έλαβαν χώρα στον τραπεζικό τομέα κατά τη διάρκεια του 2019 εμπεριέχοντας όμως και αναφορές στα μεγέθη του τραπεζικού συστήματος κατά το α΄ τρίμηνο του 2020.
Η αντιμετώπιση του υφιστάμενου μεγάλου αποθέματος μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), το οποίο ανάλογα με την εξέλιξη των μακροοικονομικών μεγεθών θα αυξηθεί περαιτέρω το επόμενο διάστημα, αποτελεί άμεση προτεραιότητα. Τα υφιστάμενα διαθέσιμα εργαλεία για τη μείωσή του, συμπεριλαμβανομένης και της πρωτοβουλίας του Σχήματος Προστασίας Στοιχείων Ενεργητικού (Hellenic Asset Protection Scheme - HAPS), κινούνται ορθώς στη βελτίωση της ποιότητας των ισολογισμών των τραπεζών. Ωστόσο, με το διαθέσιμο απόθεμα ΜΕΔ να προσδιορίζεται στο 37,3% με στοιχεία του α΄ τριμήνου του 2020, την αβεβαιότητα αναφορικά με την κλιμάκωσή του στο επόμενο διάστημα, την περιορισμένη δυνατότητα, λόγω χαμηλής κερδοφορίας, δημιουργίας κεφαλαίου από τις τράπεζες, την εκτιμώμενη επιδείνωση της σχέσης της αναβαλλόμενης οριστικής και εκκαθαρισμένης φορολογικής απαίτησης (deferred tax credit - DTC) έναντι του Δημοσίου ως ποσοστού των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων, αλλά κυρίως την επιτακτική ανάγκη χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας, καθίσταται σαφές ότι απαιτούνται επιπλέον ενέργειες τόσο από τις τράπεζες όσο και από την Πολιτεία.
Στο πλαίσιο αυτό, η Τράπεζα της Ελλάδος επεξεργάζεται συγκεκριμένη πρόταση για την υλοποίηση ενός σχήματος συνολικής διαχείρισης των προβληματικών στοιχείων ενεργητικού (Asset Management Company - AMC) των ελληνικών τραπεζών. Ειδικότερα, βάσει της πρότασης όχι μόνο δεν ανατρέπονται αλλά αντίθετα αξιοποιούνται οι υφιστάμενες υποδομές των τραπεζών, καθώς και οι συμμετοχές τρίτων μερών στους τομείς διαχείρισης των ΜΕΔ. Επιπλέον, ενδεχόμενες ζημίες που σχετίζονται με το υφιστάμενο απόθεμα ΜΕΔ καλύπτονται αποκλειστικά από τις τράπεζες και όχι από τον Ελληνα φορολογούμενο, μέχρι του ελάχιστου ορίου του δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας. Με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται η χρηματοπιστωτική σταθερότητα και αποκλείεται οποιαδήποτε διασύνδεση του προτεινόμενου σχήματος με ενδεχόμενα σενάρια εφαρμογής μέτρων εξυγίανσης. Τέλος, πρέπει να τονιστεί ότι η πρόταση δεν αποσκοπεί απλώς σε κεφαλαιακή ελάφρυνση, αλλά και σε εκτέλεση συναλλαγών σε όρους αγοράς, με τη συμμετοχή ιδιωτών επενδυτών.
Επισημαίνεται ότι με την αξιολόγηση των συστημικών κινδύνων παρέχεται ένα βασικό εργαλείο για την άσκηση της μακροπροληπτικής πολιτικής, η οποία έχει στόχο τη μείωση των συστημικών κινδύνων του χρηματοπιστωτικού συστήματος και θα πρέπει να συμπληρώνει τη μικροπροληπτική εποπτεία των τραπεζών, που επικεντρώνεται περισσότερο στην ευρωστία των μεμονωμένων ιδρυμάτων.
Επιπλέον, η Έκθεση περιλαμβάνει ένα Ειδικό Θέμα στο οποίο παρουσιάζεται η υφιστάμενη δομή και λειτουργία του Ενιαίου Λογαριασμού Θησαυροφυλακίου, όπως επίσης και του Συστήματος Λογαριασμών Θησαυροφυλακίου, τα κεφάλαια των οποίων τηρούνται εκ της θεσμικής αρχιτεκτονικής στην Τράπεζα της Ελλάδος.