Καμπανάκι κινδύνου για βαθιά κοινωνική κρίση στην Ευρώπη
Οι Ευρωπαίοι υπόσχονται “πακέτα” και “μπαζούκας” για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας στις οικονομίες, ωστόσο η έλλειψη τολμηρών αποφάσεων πολλαπλασιάζει τους φόβους για ένταση των κοινωνικών ανισοτήτων.
Όπως δείχνει η Catarina Midoes στο Bruegel, 100 εκατομμύρια Ευρωπαίοι δεν έχουν τα μέσα για να επιβιώσουν δύο μήνες χωρίς εισόδημα, με όσους γεννήθηκαν εκτός της ΕΕ να βρίσκονται σε ακόμα μεγαλύτερο κίνδυνο. Στην ανάλυση, που αναδημοσιεύεται στο εβδομαδιαίο δελτίο του ΕΛΙΑΜΕΠ, αποκαλύπτεται, μάλιστα, ότι η Ελλάδα βρίσκεται μέσα στην πρώτη 5άδα των χωρών, που αντιμετωπίζουν ήδη το οξύτερο πρόβλημα.
Επιπλέον, η ανάλυση των Pérez et al. που δημοσιεύτηκε στο VoxEU, υποδεικνύει ότι ο αντίκτυπος της κρίσης του COVID-19 θα γίνει πιθανότατα αισθητός σε ορισμένες μόνο χώρες και γενικά στα πιο ευάλωτα στρώματα του πληθυσμού καθώς οι περιορισμοί στις οικονομικές δραστηριότητες επηρεάζουν κυρίως εργάτες με χαμηλούς μισθούς και κακές συνθήκες απασχόλησης. Επίσης, ο αντίκτυπος φαίνεται να είναι μεγαλύτερος για τις γυναίκες και τους νέους εργαζόμενους. Αυτά τα στρώματα του πληθυσμού έχουν πιθανότατα λιγότερους πόρους για να αντιμετωπίσουν την ανεργία και την ξαφνική απώλεια εισοδήματος. Επομένως, οι προτάσεις για την ανεργία οφείλουν να υπολογίζουν τις μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες προκλήσεις, καθώς οι άνεργοι θα κληθούν να αναζητήσουν εργασία σε ένα περιβάλλον μειωμένης οικονομικής δραστηριότητας και περιορισμένων θέσεων εργασίας.
Σημειωτέον, ότι σύμφωνα με τις μετρήσεις που έκαναν οι αναλυτές, η Ελλάδα έχει μια από τις μεγαλύτερες επιπτώσεις στην απασχόληση (13,3%) από τις δραστηριότητες που μπήκαν σε καραντίνα.
Πώς πρέπει να κινηθούν οι κυβερνήσεις; Ακόμα και με “κούρεμα” ιδιωτικού χρέους. O επικεφαλής αναλυτής του Peterson Institute, Simeon Djankov, υπέδειξε στα μέλη της Επιτροπής Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων (ECON) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ότι η τρέχουσα κρίση έχει σημαντικές διαφορές με την προηγούμενη κρίση της Ευρωζώνης. Από τη μία η κρίση του COVID-19 είναι πραγματικά παγκόσμια, γεγονός που περιορίζει την ικανότητα των εταιρειών να μετατοπίζουν τις πωλήσεις τους από τη μία αγορά στην άλλη, όπως μπορούσαν να κάνουν κατά την κρίση της Ευρωζώνης. Από την άλλη, η κρίση του COVID-19 είναι ταυτόχρονα μια κρίση προσφοράς και ζήτησης ενώ η κρίση της Ευρωζώνης ήταν κυρίως μια κρίση ζήτησης. Λαμβάνοντας υπόψιν τις διαφορές αυτές, καταθέτει τέσσερις προτάσεις:
η κρίση απαιτεί μαζικές δημόσιες δαπάνες
οι δαπάνες αυτές πρέπει να λάβουν χώρα μέσω διοχέτευσης πόρων στον ιδιωτικό τομέα
τα χρήματα αυτά πρέπει να εκταμιευτούν με τη μορφή άτοκων δανείων μέσω των εμπορικών τραπεζών
καθώς η ανάκαμψη επιταχύνεται – κάτι το οποίο αναμένεται από την επόμενη χρονιά και για ορισμένους τομείς από το 2022 – τα κοινοβούλια στην Ευρώπη πρέπει να εξετάσουν προγράμματα διαγραφής χρεών για τον ιδιωτικό τομέα