Έτσι ξοδεύουν τα χρήματά τους οι τουρίστες στην Ελλάδα
Εξι στα δέκα ευρώ που καταναλώνει ένας τουρίστας στην Ελλάδα πηγαίνει στη διαμονή και το φαγητό και αν προσθέσουμε στο ποσό αυτό άλλο ένα ευρώ που πηγαίνει στις μεταφορές, μένουν μόλις τρία ευρώ για τις υπόλοιπες επιχειρηματικές δραστηριότητες στη χώρα μας που περιμένουν να αιμοδοτηθούν από τους ξένους επισκέπτες.
Ουσιαστικά το εμπόριο, η ψυχαγωγία και υπηρεσίες όπως η ενοικίαση αυτοκινήτων και οι ταξιδιωτικοί πράκτορες, ανήκουν στην "τρίτη" ταχύτητα εισπράττοντας -κατ' αναλογία- ψίχουλα.
Σίγουρα η εποχή που ο ταξιδιωτικός πράκτορας ήταν το κεντρικό πρόσωπο σε ένα ταξίδι και το shopping πρόσθετε βάρος στις αποσκευές του τουρίστα κατά την αναχώρησή του από τη χώρα έχει παρέλθει και αυτό, τελικά, αποτυπώνεται και στους αριθμούς.
Σύμφωνα με σχετική ανάλυση της PwC, στη χώρα μας καταγράφεται αύξηση στον αριθμό των τουριστών αλλά μείωση της μέσης δαπάνης, γεγονός που είχε αναδείξει και σχετικό δημοσίευμα του Economistas. Η εξέλιξη αυτή, αναφέρει η PwC, μπορεί να αποδοθεί εν μέρει στους χρήστες Airbnb, καθώς και από δαπάνες που γίνονται στη «σκιώδη» οικονομία.
Όπως αναφέρει η PwC για το 2017, η μέση δαπάνη ανά διαμονή διαμορφώθηκε στα 538 ευρώ και έχει υποχωρήσει κατά 23% από το 2007, όταν βρισκόταν στα 700 ευρώ. Είχαν προηγηθεί οι δύο χρονιές του 2005 και του 2006 που η μέση δαπάνη είχε σημειώσει την καλύτερη επίδοση των τελευταίων ετών και είχε φτάσει τα 746 ευρώ, ενώ η αμέσως καλύτερη επίδοση ήταν το 2008 όταν έφτασε τα 730 ευρώ. Από το 2009 και μετά όμως ουδέποτε η μέση δαπάνη δεν κατόρθωσε να σπάσει το φράγμα των 700 ευρώ.
Σύμφωνα με την ανάλυση των στοιχείων που έχει πραγματοποιήσει η PwC, το 63% των χρημάτων που ξοδεύει ένας ξένος επισκέπτης στην Ελλάδα, αντιστοιχεί σε διαμονή και φαγητό, ενώ αθροιστικά το 21,7% πηγαίνει σε δαπάνες μετακινήσεων (οδικές, θαλάσσιες και εναέριες). Σε αγορές προϊόντων και στην ψυχαγωγία ο μέσος τουρίστας δαπανά αντίστοιχα το 5,4% και 4,8%, ενώ μικρότερη είναι η δαπάνη για τις υπηρεσίες των ταξιδιωτικών πρακτόρων και την ενοικίαση αυτοκινήτων. Ο πίνακας που ακολουθεί δείχνει την κατανάλωση ανά κατηγορία σε ευρώ.
Η PwC διαπιστώνει επίσης πως διαψεύδονται όσοι διέβλεπαν τριβές μεταξύ των παραδοσιακών δυνάμεων του ελληνικού τουρισμού και των νεοεισερχομένων, όπως είναι οι πλατφόρμες τύπου Airbnb. Η είσοδος του Airbnb και άλλων παρόμοιων παρόδων δεν έχει διαταράξει -στην παρούσα φάση τουλάχιστον- την αγορά.
Συνολικά η Airbnb προσθέτει περίπου 96.000 κλίνες στην ελληνική αγορά φιλοξενίας και η προσφορά συγκεντρώνεται κυρίως στους βασικούς τουριστικούς προορισμούς της χώρας. Για τις ανάγκες της σύγκρισης, σημειώνουμε ότι το σύνολο των τουριστικών καταλυμάτων το 2017 διέθετε 806.000 κλίνες, ουσιαστικά δηλαδή το Airbnb προσθέτει ένα ποσοστό της τάξης του 12% στη συνολική δυναμικότητα.
Στην πρώτη θέση, όσον αφορά την παροχή καταλυμάτων μέσω Airbnb, βρίσκεται η Κρήτη με 14.650 ενεργές ενοικιάσεις και ακολουθεί η Αθήνα με 8.068 ενοικιάσεις.
Τα περισσότερα καταλύματα διατίθενται προς μίσθωση για 1-3 μήνες, ενώ μόλις το 2% είναι διαθέσιμο για όλη τη διάρκεια του έτους.
Το μέσο μηνιαίο έσοδο διαμορφώνεται σε 1.373 ευρώ για τους ιδιοκτήτες των καταλυμάτων, ενώ το υψηλότερο έσοδο -3.936 ευρώ- εντοπίζεται στη Σαντορίνη με τη Μύκονο να ακολουθεί στα 3.150 ευρώ.Η μελέτη της PwC καταγράφει επίσης τον υψηλό βαθμό συγκέντρωσης της αγοράς, αφού το 77% της συνολικής χωρητικότητας κλινών συγκεντρώνεται σε πέντε προορισμούς, δηλαδή σε Νότιο Αιγαίο, Κρήτη, Ιόνιο, Κεντρική Μακεδονία και Κρήτη.
Προσθέτει, επίσης, πως Κρήτη, Ιόνιο και Νότιο Αιγαίο χρειάζονται 24.000 κλίνες έως το 2022 ώστε να καλύψουν τη ζήτηση κατά την περίοδο αιχμής, ενώ τονίζει επίσης την ανάγκη αναβάθμισης του συνόλου των μονάδων προκειμένου αυτές να διατηρήσουν την ανταγωνιστικότητά τους.