Καθυστερήσεις στην άρση περιορισμών αγοράς ομολόγων από τις τράπεζες
Τα ελληνικά ομόλογα σπάνε το ένα ρεκόρ μετά το άλλο, οι επενδυτές δίνουν ψήφο εμπιστοσύνης στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, συνταξιοδοτικά funds αγοράζουν τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου ακόμα και 15ετούς διάρκειας, θεωρώντας προφανώς ότι το ρίσκο της χώρας είναι μηδενικό. Φαίνεται, ωστόσο, ότι κάποιοι γραφειοκράτες στη Φρανκφούρτη έχουν άλλη αντίληψη των πραγμάτων και “φρενάρουν” την απελευθέρωση αγοράς ομολόγων από τις ελληνικές τράπεζες.
Όταν το Δεκέμβριο ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε το πρώτο τετ-α-τετ με την Κριστίν Λαγκάρντ στη Φρανκφούρτη, οι πληροφορίες ανέφεραν ότι μεταξύ άλλων άναψε “πράσινο φως” στην άρση του απαγορευτικού, που είχε υπαγορευθεί από άλλες συνθήκες. Η επίσημη κατάργηση του πλαφόν είχε προσδιοριστεί μέσα στο πρώτο δίμηνο του 2020. Φαίνεται, όμως, ότι κάποιοι θέλουν να... διυλίσουν τον κώνωπα.
“Σε 1 με 2 μήνες” απάντησε αρμόδια πηγή στο economistas, για το πότε θα πρέπει να αναμένεται η άρση του απαγορευτικού κι αυτό σημαίνει πρακτικά- αν δεν αλλάξει κάτι άμεσα- ότι η Άνοιξη θα είναι... βαρυφορτωμένη, καθώς θα συμπέσουν η κατάργηση του πλαφόν για τις τράπεζες και το “πακέτο” των δημοσιονομικών αιτημάτων της Αθήνας.
Ελληνικές πηγές απέφυγαν να σχολιάσουν επισήμως την πληροφορία για την καθυστέρηση στην άρση του απαγορευτικού, ωστόσο δεν έκρυψαν την έκπληξη ή μάλλον τη δυσφορία τους για την αντιμετώπιση που εξακολουθεί να έχει η Ελλάδα από κάποιους γραφειοκράτες, παρά το ότι οι “ψυχροί” αριθμοί δεν τους δικαιώνουν.
Αυτήν τη στιγμή, οι ελληνικές τράπεζες έχουν στα χαρτοφυλάκια τους περί τα 12 δισ ευρώ τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου, συμπεριλαμβανομένου, όμως, του πρόσφατου swap των 3 δισ ευρώ της Εθνικής Τράπεζας.
Όπως παρατηρούν πηγές με άμεση γνώση των διαβουλεύσεων, με την άρση του απαγορευτικού, οι ελληνικές τράπεζες θα μπορούν να «παίζουν» στη δευτερογενή αγορά, συμβάλλοντας στην περαιτέρω αποκλιμάκωση των αποδόσεων των ελληνικών τίτλων, με προφανείς τις θετικές επιπτώσεις εν όψει της μεγάλης μάχης για την αναθεώρηση του στόχου των πλεονασμάτων. Κερδισμένες θα είναι, όμως και οι τράπεζες, καθώς η όποια πλεονάζουσα ρευστότητα θα μπορεί να αποδίδει εφεξής άνω του 1%, όταν τώρα τοποθετείται στην ΕΚΤ με αρνητικό επιτόκιο. Ενδεικτικά, για κάθε διαθέσιμο 1 δισ. ευρώ, μπορεί να προκύπτει όφελος άνω των 10 εκατ. ευρώ για τις τράπεζες.
Την απελευθέρωση των αγορών τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου από τις τράπεζες, προανήγγειλε χθες και ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, σημειώνοντας ότι αυτή η εξέλιξη θα συνδράμει στη βιώσιμη πρόσβαση της χώρας στις αγορές. Απέφυγε, ωστόσο, έστω να “φωτογραφίσει” πότε θα αρθεί το απαγορευτικό.
Το πλαφόν επιβλήθηκε όταν η κρίση του Δημόσιου Χρέους μετατράπηκε σε τραπεζική κρίση, με την ενεργοποίηση του PSI, που «κούρεψε» περί τα 45 δισ ευρώ κρατικών τίτλων, τα οποία κατείχε το τραπεζικό σύστημα. Έκτοτε και μετά από δύο ανακεφαλαιοποιήσεις, η αγορά τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου δαιμονοποιήθηκε από τους δανειστές, ενώ ακόμα και μετά τη ραγδαία μείωση του κόστους δανεισμού ισχύουν περιορισμοί, κοινώς «μπλόκο».