Η μάχη των επιτοκίων στην Ευρώπη και το ελληνικό ενδιαφέρον
Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Διατήρηση των μηδενικών ή μάλλον αρνητικών επιτοκίων ως αντίβαρο στην αναιμική ανάπτυξη της Ευρωζώνης ή αύξηση των επιτοκίων έτσι ώστε να μην καταγράφουν ζημιές τράπεζες, επιχειρήσεις και νοικοκυριά;
Για πολλούς, το δίλημμα είναι άλλο και έχει να κάνει με το κατά πόσο τα κράτη- μέλη της Ευρωζώνης είναι διατεθειμένα να αλλάξουν τους όρους του Συμφώνου Σταθερότητας, κοινώς κατά πόσο είναι διατεθειμένα να χαλαρώσουν τα δημοσιονομικά “λουριά” και να ρίξουν χρήμα στο μύλο της οικονομίας, έτσι ώστε και η ΕΚΤ να άρει τα έκτακτα μέτρα νομισματικής χαλάρωσης.
Σε κάθε περίπτωση, όπως κι αν δει κανείς το πρόβλημα, η απάντηση βρίσκεται στη Γερμανία.
Δεν είναι μυστικό ότι το Βερολίνο “φρενάρει” συστηματικά κάθε συζήτηση περί δημοσιονομικής χαλάρωσης στην Ευρωζώνη, κάτι που αυξάνει, άλλωστε, τον βαθμό δυσκολίας του σχεδίου της Αθήνας για μείωση του στόχου των πλεονασμάτων από το 2021. Πέρα από τις συμμαχίες που “χτίζει” η ελληνική πλευρά, φαίνεται, όμως, ότι υπάρχει κάτι ακόμα που εκτιμάται ότι μπορεί να στριμώξει το Βερολίνο.
Η ΕΚΤ, πριν αποχωρήσει ο Μάριο Ντράγκι, κατέστησε σαφές ότι δεν πρόκειται να αυξήσει τα επιτόκια έως ότου φανούν απτά σημάδια ανάκαμψης στην Ευρωζώνη. Στην ίδια ακριβώς γραμμή κινείται και η Κριστίν Λαγκάρντ, που έχει καλέσει προ πολλού τις κυβερνήσεις να χρησιμοποιήσουν τα δημοσιονομικά “εργαλεία" για να τονώσουν την οικονομία. Τι συνεπάγεται αυτή η γραμμή; Αρνητικές αποδόσεις για τις καταθέσεις (και) των γερμανικών νοικοκυριών και πολύ περισσότερο για τα ασφαλιστικά ταμεία.
Πηγές, που γνωρίζουν πρόσωπα και πράγματα, θεωρούν ότι η Λαγκάρντ έχει τη δυνατότητα να “ζυμώσει” τους Γερμανούς, να εξηγήσει στους απλούς Γερμανούς πολίτες γιατί η ΕΚΤ κινείται στη γραμμή των αρνητικών επιτοκίων κι έτσι να διασκεδάσει τους φόβους της γερμανικής κοινής γνώμης ότι η δημοσιονομική χαλάρωση θα “χαλάσει” την πειθαρχία στην Ευρωζώνη.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι (και) αυτή η “μάχη” έχει ελληνικό ενδιαφέρον. Πέρα από το στρατηγικό στόχο της μείωσης των πλεονασμάτων, δεν πρέπει να λησμονεί, άλλωστε, κανείς ότι σε μια κρίσιμη περίοδο για την οικονομία, η ζητούμενη αύξηση της αποταμίευσης δεν μπορεί να γίνει με αρνητικά επιτόκια. Μπαίνοντας στο τούνελ της κρίσης, το μέσο επιτόκιο καταθέσεων ήταν 2,11% και πλέον βρίσκεται καθηλωμένο στο 0,2%. Το χειρότερο είναι ότι το περιθώριο, δηλαδή η διαφορά επιτοκίου χορηγήσεων- καταθέσεων, διαμορφώνεται σε υψηλότερα επίπεδα από την έναρξη της κρίσης, αφού τα “κόκκινα” δάνεια “σπρώχνουν” το κόστος δανεισμού πάνω από το 4,3%.