Ευρωπαϊκός «κόφτης» στην προστασία α' κατοικίας για επιχειρήσεις
Ένας από τους λόγους για υπαχθεί κανείς στο πλαίσιο προστασίας της α’ κατοικίας είναι ότι αποφεύγει τα μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης. Ένας δεύτερος λόγος, εξίσου σημαντικός, είναι ότι μπορεί να μοιράζεται με το Ελληνικό Δημόσιο το βάρος των δόσεων. Για χιλιάδες μικρές επιχειρήσεις φαίνεται, όμως, ότι αυτή η… πολυτέλεια δεν είναι εφικτή, καθώς Κοινοτικοί Κανονισμοί ανάβουν «κόκκινο φως».
Η νέα ΚΥΑ, με την οποία εξειδικεύονται οι προϋποθέσεις για τη συνεισφορά του Δημοσίου στα επιχειρηματικά δάνεια, ουσιαστικά επιβεβαίωσε αυτό που… οσμίζονταν από την έναρξη λειτουργίας της πλατφόρμας, όσοι γνωρίζουν τις αυστηρές διαδικασίες περί κρατικών ενισχύσεων. Εν προκειμένω μιλάμε για το πλαίσιο ενισχύσεων ήσσονος σημασίας (de minimis), σύμφωνα με τις διατάξεις των Κανονισμών Ε.Ε. 1407/2013 (Γενικός Κανονισμός ενισχύσεων ήσσονος σημασίας), 1408/2013 (ενισχύσεις ήσσονος σημασίας στον γεωργικό τομέα) και 717/2014 (ενισχύσεις ήσσονος σημασίας στους τομείς της αλιείας και της υδατοκαλλιέργειας).
Τι σημαίνουν πρακτικά όλα τα παραπάνω; Αν μια μικρή επιχείρηση έχει λάβει μέσα στην τριετία συνολικά κρατικές ενισχύσεις 200.000 ευρώ, ΔΕΝ μπορεί να επιδοτηθεί για δάνειο που θα ρυθμιστεί με το πλαίσιο για την α’ κατοικία. Το όριο αυτό «κονταίνει», μάλιστα, στις 20.000 ευρώ αν πρόκειται για ενισχύσεις στο γεωργικό τομέα και στις 30.000 ευρώ αν πρόκειται για ενισχύσεις στην αλιεία ή στην υδατοκαλλιέργεια. Αρμόδιες πηγές διευκρινίζουν τα εξής:
1. Αν κάποια επιχείρηση δεν έχει συμπληρώσει τα παραπάνω όρια, μπορεί να επιδοτηθεί για τις δόσεις προστασίας της α’ κατοικίας, έως ότου συμπληρώσει αυτά τα όρια π.χ. τις 200.000 ευρώ
2. Οι «κόφτες» των Κοινοτικών Κανονισμών μηδενίζουν στην τριετία. Έτσι, κάποια επιχείρηση, που έχει εξαντλήσει τα όρια των κρατικών ενισχύσεων de minimis, μπορεί να ρυθμίσει το δάνειο που είναι συνδεδεμένο με την α’ κατοικία και να περιμένει τη συμπλήρωση της τριετίας για να ξεκινήσει να λαμβάνει την επιδότηση του Δημοσίου, πάντα υπό τις προϋποθέσεις των επίμαχων Κοινοτικών Κανονισμών.
Σημειωτέον ότι με τη νέα ΚΥΑ, τα μικρά επιχειρηματικά δάνεια που βρίσκονται στα ανώτατα εισοδηματικά όρια για επιδότηση, θα έχουν πλέον μικρότερη συνεισφορά από το Δημόσιο και συγκεκριμένα 20% αντί 30%, στις εξής περιπτώσεις:
• Για μονοπρόσωπο νοικοκυριό με ετήσιο οικογενειακό εισόδημα από 9375,01 Ευρώ έως 12.500 Ευρώ
• Για μονογονεική οικογένεια με ένα εξαρτώμενο μέλος και με ετήσιο οικογενειακό εισόδημα από 13125,01 Ευρώ έως 17500 Ευρώ
• Για μονογονεική οικογένεια με δύο εξαρτώμενα μέλη και με ετήσιο οικογενειακό εισόδημα από 16875,01 Ευρώ έως 22500 Ευρώ
• Για μονογονεική οικογένεια με τρία ή περισσότρα εξαρτώμενα μέλη και με ετήσιο οικογενειακό εισόδημα από 20625,01 ευρώ έως 27500 ευρώ
• Για πολυπρόσωπο νοικοκυριό χωρίς εξαρτώμενα μέλη και με ετήσιο οικογενειακό εισόδημα από 15.750,01 Ευρώ έως 21.000 Ευρώ
• Για πολυπρόσωπο νοικοκυριό με ένα εξαρτώμενο μέλος και με ετήσιο οικογενειακό εισόδημα από 19.500,01 Ευρώ έως 26.000 Ευρώ
• Για πολυπρόσωπο νοικοκυριό με δύο εξαρτώμενα μέλη και με ετήσιο οικογενειακό εισόδημα από 23.250,01 Ευρώ έως 31.000,00 Ευρώ
• Για πολυπρόσωπο νοικοκυριό με τρία ή περισσότερα εξαρτώμενα μέλη και με ετήσιο οικογενειακό εισόδημα από 27.000,01 Ευρώ έως 36.000 Ευρώ.
Το ερώτημα φυσικά είναι πόσες μικρές επιχειρήσεις από αυτές μπορούν να σηκώσουν το βάρος των δόσεων, πόσο μάλλον χωρίς τη χείρα βοηθείας του Κρατικού Προϋπολογισμού. Μάλλον ελάχιστες κι αυτό φαίνεται από την έως τώρα πορεία των αιτήσεων ρύθμισης.
Κατά συμφωνία κυβέρνησης- τραπεζών- Θεσμών την περασμένη Άνοιξη, τα συναρμόδια υπουργεία έκαναν λόγο για “ομπρέλα” που θα καλύψει γύρω στις 200.000 στεγαστικά και επιχειρηματικά δάνεια. Κατά την επίσημη παρουσίαση, οι αρμόδιες υπηρεσίες κατέβασαν τον πήχη στις 180.000 και οι τράπεζες ακόμα πιο κάτω στις 150.000, εκ των οποίων τα επιχειρηματικά δάνεια με υποθήκη α’ κατοικίας θα ήταν το πολύ 50.000. Πλέον, έχοντας δοθεί ήδη παράταση ως το τέλος Απριλίου, το σύνολο των αιτήσεων που έχουν εγκριθεί από τις τράπεζες είναι μόλις 84 και οι εγκεκριμένες επιδοτήσεις 41, με μόνο παρήγορο το γεγονός ότι συνολικά 57.166 έχουν κάνει το πρώτο βήμα, δηλαδή την άρση φορολογικού- τραπεζικού απορρήτου.