Ολα τα σενάρια για μείωση της εισφοράς αλληλεγγύης
Την προοπτική της πρώτης μείωσης της εισφοράς αλληλεγγύης για μισθωτούς που κινούνται κάτω από τη ζώνη των 20.000 ευρώ έθεσε επί τάπητος ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στις εξαγγελίες του πριν την ψήφιση του προϋπολογισμού.
Ωστόσο, η εξέλιξη αυτή απαιτεί ορισμένες προϋποθέσεις και εγείρει ερωτηματικά:
Πρώτον, θα πρέπει να υπάρχει ο αναγκαίος δημοσιονομικός χώρος. Συγκεκριμένα, θα πρέπει να υπάρχουν σαφείς ενδείξεις πως ο Προϋπολογισμός του 2020 μπορεί να υπεραποδώσει, κοινώς να καταγράψει τέτοιο υπερπλεόνασμα, που να μην προκαλεί την παραμικρή ανησυχία ούτε στο υπουργείο Οικονομικών ούτε πολύ περισσότερο στους Ευρωπαίους. Πότε μπορεί να υπάρχουν τέτοιες ενδείξεις; Μετά το πρώτο μισό του έτους.
Δεύτερον, η όποια μείωση της εισφοράς θα ισχύσει με την ανακοίνωσή της ή θα ελαφρύνει το φορολογικό βάρος στην εκκαθάριση του 2021; Η λογική λέει ότι εφόσον ανακοινωθεί θα ξεκινήσει αμέσως, οδηγώντας στη μείωση των κρατήσεων φόρου, άρα και στην αύξηση μισθών- συντάξεων.
Τρίτον, τι έκτασης θα είναι η μείωση της έκτακτης εισφοράς; Με δημοσιονομικό χώρο περίπου 250 εκατ. ευρώ, υπολογίζεται ότι η εισφορά μειώνεται κατά περίπου 20%, ενώ με 350 εκατ. ευρώ, η ελάφρυνση αγγίζει το 30%. Ωστόσο, ακόμα κι αυτοί οι υπολογισμοί είναι σε συνάρτηση του ποιοι θα δουν μείωση της εισφοράς, δηλαδή αν η μείωση θα είναι οριζόντια, αν θα είναι κλιμακωτή ανάλογα με το εισόδημα ή αν θα περιοριστεί ως τη ζώνη των 30.000 ευρώ. Με δεδομένο ότι οι έως τώρα παρεμβάσεις της κυβέρνησης δεν αποκλείουν κατηγορίες εισοδημάτων, η λογική είναι ότι όλα τα εισοδηματικά θα δουν μείωση της έκτακτης εισφοράς, έστω και σε κάποιο μικρότερο ποσοστό τα “ρετιρέ”.
Για παράδειγμα, ένας μισθωτός με ετήσιο εισόδημα 30.000 ευρώ θα έχει όφελος 135,20 ευρώ εάν η εισφορά μειωθεί κατά 20%, ενώ με «ψαλίδισμα» της τάξης του 30% η ελάφρυνση ανεβαίνει στα 202,80 ευρώ.
Σήμερα, το “κατώφλι” της έκτακτης εισφοράς είναι εισοδήματα από 12.000 ευρώ και πάνω και αφορά σε 2,3 εκατ. Φορολογούμενους, δηλαδή το 26% του συνόλου των φορολογούμενων, που πληρώνουν το 89% του συνολικού φόρου (7,4 δισ. ευρώ σε σύνολο 8,3 δισ. ευρώ).
Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, η ειδική εισφορά αλληλεγγύης επιβάλλεται στο μεγαλύτερο ποσό μεταξύ:
1. του συνολικού ετήσιου εισοδήματος που δηλώνει ο φορολογούμενος από όλες τις πηγές και
2. του τεκμαρτού εισοδήματός του, το οποίο προκύπτει με βάση τα τεκμήρια διαβίωσης (τις «αντικειμενικές δαπάνες διαβίωσης» των άρθρων 30-34 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος). Ο υπολογισμός της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης γίνεται με προοδευτική κλίμακα στην οποία ισχύουν συντελεστές:
- 0% για τα πρώτα 12.000 ευρώ του ετησίου εισοδήματος,
- 2,2% για το τμήμα ετήσιου εισοδήματος από τα 12.001 έως τα 20.000 ευρώ,
- 5% για το τμήμα ετήσιου εισοδήματος από 20.001 έως 30.000 ευρώ,
- 6,5% για το τμήμα ετήσιου εισοδήματος από 30.001 έως 40.000 ευρώ,
- 7,5% για το τμήμα ετήσιου εισοδήματος από 40.001 έως και 65.000 ευρώ,
- 9% για το τμήμα ετήσιου εισοδήματος από 65.001 έως και 220.000 ευρώ και
- 10% για το τμήμα ετήσιου εισοδήματος από 220.001 ευρώ και πάνω.
Για την επιβολή της εισφοράς λαμβάνεται υπόψη το ετήσιο συνολικό καθαρό ατομικό εισόδημα, πραγματικό ή τεκμαρτό, φορολογούμενο ή απαλλασσόμενο του φυσικού προσώπου ή σχολάζουσας κληρονομιάς. Εξαιρούνται από την υποχρέωση καταβολής ειδικής εισφοράς οι μακροχρόνια άνεργοι που είναι εγγεγραμμένοι στα μητρώα ανέργων του ΟΑΕΔ, καθώς και όσοι λαμβάνουν επίδομα ανεργίας από τον εν λόγω οργανισμό, εφόσον κατά τον χρόνο της βεβαίωσης δεν έχουν πραγματικά εισοδήματα.