Προσγείωση στην πραγματικότητα της Eurostat
Την ώρα που κυβέρνηση και αντιπολίτευση ξιφουλκούν στη Βουλή για το ποιος έκανε τις μεγαλύτερες και καλύτερες… ελαφρύνσεις, για το ποιος προστατεύει τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα, οι ψυχροί αριθμοί της Eurostat έρχονται να προσγειώσουν στην πραγματικότητα τους αιθεροβάμονες.
Μπορεί, λοιπόν, τα… spread των ομολόγων να μικραίνουν, μπορεί ο Προϋπολογισμός να μη φέρνει νέους φόρους, μπορεί να δεχόμαστε φιλικά χτυπήματα στην πλάτη και εύσημα από τους Ευρωπαίους για τα βήματα προόδου και τις θυσίες που έχουμε κάνει, ωστόσο η τσέπη των πολιτών παραμένει άδεια και θα χρειαστούν πολλά περισσότερα για να αρχίσει να γεμίζει.
Δύο βασικά μεγέθη αποτυπώνει η νέα συγκριτική μελέτη της Eurostat, τα οποία επί της ουσίας μετράνε την πραγματική αγοραστική δύναμη των Ευρωπαίων πολιτών. Ο εντυπωσιακός χάρτης αποτυπώνει την πραγματική κατά κεφαλήν ιδιωτική κατανάλωση, ανεξαρτήτως του αν η δαπάνη έγινε από το ίδιο το νοικοκυριό ή αποτελεί μέρος κρατικής επιδότησης ή ενίσχυσης από ΜΚΟ. Με βάση, λοιπόν, το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (100), οι χώρες χωρίζονται σε 3 κατηγορίες: 1) σε εκείνες που υπερβαίνουν το μέσο όρο 2) σε εκείνες που απέχουν ως 30% 3) σε εκείνες που απέχουν πάνω από 30%. Δέκα χώρες βρίσκονται στην 1η κατηγορία κι ως ήταν αναμενόμενο ανήκουν στο σκληρό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ακολουθούν οι 14 χώρες της 2ης κατηγορίας, μόνο που εδώ υπάρχει μια υποκατηγορία: αυτή των χωρών με απόσταση 20- 30% από τον Κοινοτικό μέσο όρο κι εδώ βρίσκεται η Ελλάδα.
Το καλό είναι ότι σε σχέση με το 2017 έγινε ένα βηματάκι προς τα πάνω κι έτσι η πραγματική κατά κεφαλήν κατανάλωση ανέβηκε από το 76% στο 77% του Κοινοτικού μέσου όρου, δηλαδή εκεί που βρισκόταν πάλι το 2016. Το κακό είναι ότι χώρες που βρίσκονται από κάτω μας, ανεβαίνουν πιο γρήγορα, δείγμα του ότι το βιοτικό επίπεδο των πολιτών τους βελτιώνεται ταχύτερα. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Σλοβακίας, όπου ο σχετικός δείκτης έκανε «άλμα» 5 μονάδων, από το 68% στο 73% μέσα στα δύο τελευταία χρόνια.
Το πιο χαρακτηριστικό μέγεθος αποτύπωσης του βιοτικού επιπέδου είναι, ίσως, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ κι εδώ τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα για την Ελλάδα. Είναι απογοητευτικά. Μια απλή ματιά στον συγκριτικό πίνακα αρκεί για να δείξει ότι η Ελλάδα όχι απλώς παραμένει στον «πάτο» της Ευρωζώνης, αλλά πλέον βλέπει τη διαφορά από τους κάτω να μικραίνει. Η φτωχή Ρουμανία, μπήκε στο 2008 με κατά κεφαλήν ΑΕΠ στο 51% του Κοινοτικού μέσου όρου και πλέον βρίσκεται στο 65%! Η διαδρομή της Ελλάδας είναι αντίστροφη, καθώς μπήκε στην κρίση όντας στο 94% του Κοινοτικού μέσου όρου και πλέον «σέρνεται» στο 68%, βλέποντας τις Βαλτικές χώρες και τις χώρες του Βίσενγκραντ να μεγαλώνουν τη διαφορά. Όσο, δε, για το σκληρό πυρήνα της Ευρωζώνης, η απόσταση μας είναι πιά χαώδης και αποτελεί πρόκληση για το πολιτικό σύστημα της χώρας να καταφέρει να βρει και εφαρμόσει πολιτικές πραγματικής και όχι τεχνητής σύγκλισης, στον ορατό ορίζοντα.