Θέμα συνταγματικότητας του μέτρου των ηλεκτρονικών συναλλαγών
Απολύτως αναλογικό και συνταγματικό, που χτυπάει αποτελεσματικά τη φοροδιαφυγή, χαρακτήρισε ο υφυπουργός Οικονομικών, Θεόδωρος Σκυλακάκης, το μέτρο της επέκτασης των ηλεκτρονικών συναλλαγών. Ο υφυπουργός απάντησε από το βήμα της Ολομέλειας στις επιφυλάξεις της επιστημονικής υπηρεσίας της Βουλής αναφορικά με τη διάταξη που προβλέπει ότι το απαιτούμενο ποσό δαπανών, με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής, καθορίζεται σε ποσοστό 30% επί του πραγματικού εισοδήματος και η όποια επιβάρυνση θα αφορά τη μη επίτευξη αυτού του ποσοστού και θα υπολογίζεται επί του πραγματικού εισοδήματος.
«Η διάταξη αφορά το εισόδημα, για τον απλούστατο λόγο ότι αν κάποιος δεν έχει εισόδημα και μάλιστα πραγματικό, δεν υπάρχει επιβάρυνση. Συνεπώς, βάση της διάταξης είναι το εισόδημα. Ανάλογη διάταξη είχε ψηφίσει η Βουλή και το 2016. Σκοπός της διάταξης είναι αποκλειστικά και μόνο η αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής η οποία στην Ελλάδα είναι η πιο βαριά μορφή ανισότητας. Έχουμε 33,6% φοροδιαφυγή από τον ΦΠΑ που είναι η δεύτερη μεγαλύτερη φοροδιαφυγή στην Ευρώπη και παρουσιάζει και αυξητικές τάσεις», ανέφερε ο Θεόδωρος Σκυλακάκης.
Επισήμανε επίσης, ότι στον προϋπολογισμό του 2020, ο στόχος που έχει τεθεί για έσοδα 557 εκατομμύρια από τις ηλεκτρονικές συναλλαγές, αφορά αποκλειστικά και μόνο έσοδα από φοροδιαφυγή. «Αν τυχόν υπάρξει επιβάρυνση πολιτών που δεν θα πετύχουν το στόχο, αυτή θα εισπραχθεί το 2021. Συνεπώς όλο το ποσό αυτό, δηλαδή τα 557 εκατομμύρια, αφορά φοροδιαφυγή. Αυτό το ποσό έχει αναλυθεί και έχει γίνει δεκτό και από τους θεσμούς, και από τον ESM και από την ΕΚΤ και από την Κομισιόν, έχει δηλαδή πολύ ισχυρή τεχνική στήριξη ό,τι αφορά τη φοροδιαφυγή», είπε ο υφυπουργός Οικονομικών.
«Από την ώρα δε που το μέτρο αφορά τη φοροδιαφυγή, είναι προφανές ότι η αναλογικότητα επιτυγχάνεται απολύτως, διότι το μέτρο θα δώσει τεράστιο ποσό από φοροδιαφυγή», είπε και εξήγησε: «Μπορεί να εκδίδονται παραστατικά, όπως συμβαίνει με τις ταμειακές μηχανές, αλλά πριν από μερικές μέρες αποκαλύφθηκε από την ΑΑΔΕ ότι ένα μεγάλο κύκλωμα έκανε παραχάραξη ταμειακών μηχανών. Το κύκλωμα συνελήφθη, μιλάμε για 100 επιχειρήσεις και 25 εκατομμύρια ευρώ αποκρυβείσα φορολογητέα ύλη. Όταν συνεπώς είναι πλαστά τα δικαιολογητικά, και όλοι ξέρουμε ότι οι ταμειακές μηχανές χακάρονται, μόνο με τις ηλεκτρονικές συναλλαγές μπορείς να τις πιάσεις, διότι τα POS δεν χακάρονται. 'Αρα και τεχνικά αποδεικνύεται ότι το μέτρο είναι αναγκαίο, όχι μόνο διότι δίνει ισχυρό αντικίνητρο στους πολίτες να μην συμμετέχουν σε φοροδιαφυγή, αλλά και γιατί εμποδίζει τα πλαστά παραστατικά. 'Αρα είναι μέτρο απολύτως αναλογικό, απολύτως συνταγματικό και χτυπά τη φοροδιαφυγή που είναι η μεγαλύτερη αιτία παραβίασης της αρχής ισότητας των πολιτών», είπε ο κ. Σκυλακάκης.
Νωρίτερα, θέμα συνταγματικότητας του άρθρου 7 του φορολογικού νομοσχεδίου για τις υποχρεωτικές ηλεκτρονικές συναλλαγές μέχρι του ποσού του 30% του πραγματικού εισοδήματος θέτει ο επιστημονικό συμβούλιο της Βουλής με την έκθεση του επί του φορολογικού νομοσχεδίου που συζητείται στη Βουλή.
Το επιστημονικό συμβούλιο επικαλείται το άρθρο 78 παρ. 1 του Συντάγματος, που αναφέρει ότι «αντικείμενο του φόρου μπορεί να είναι το εισόδημα, η περιουσία ή οι δαπάνες και οι συναλλαγές του φορολογουμένου».
Με βάση αυτό το άρθρο τα μέλη του επιστημονικού συμβουλίου αναφέρουν ότι «Εν προκειμένω, η επιβαλλόμενη φορολογική επιβάρυνση δεν φαίνεται να βρίσκεται σε αρμονία με την ανωτέρω διάταξη, δεδομένου ότι δεν φαίνεται να επιβάλλεται επί του εισοδήματος ή της δαπάνης ή της περιουσίας, αλλά επί της μη διενέργειας δαπάνης, η οποία δεν μπορεί, κατά τα ανωτέρω, να αποτελεί αντικείμενο φορολόγησης».
Ακόμα η επιβαλλόμενη επιβάρυνση δεν παρίσταται συνταγματικώς ανεκτή ούτε υπό την εκδοχή ότι δεν συνιστά φόρο, αλλά κύρωση, εξεταζόμενη, ως εκ τούτου, και υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας, δεδομένου ότι από την αιτιολογική έκθεση (στην οποία αναφέρεται απλώς ότι «οι δικαιούχοι εισοδημάτων από μισθωτή εργασία - συντάξεις, επιχειρηματική δραστηριότητα, καθώς και από ακίνητη περιουσία, θα πρέπει, προκειμένου να μην υπόκεινται σε συμπληρωματική φορολογία, να προβαίνουν σε συναλλαγές με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής, ανάλογα με το ύψος του πραγματικού εισοδήματός τους, δεν προκύπτει ο λόγος της αποδοκιμασίας του νομοθέτη προς φορολογουμένους οι οποίοι επιλέγουν να δαπανούν ετησίως λιγότερο από το 30% του εισοδήματός τους, αλλά ούτε και το δημόσιο συμφέρον που υπηρετείται από την έμμεση επιβολή υποχρέωσης στους φορολογουμένους να δαπανούν τουλάχιστον 30% του εισοδήματός τους (και μέχρι 20.000 ευρώ) κατ' έτος».
Ακόμη το επιστημονικό συμβούλιο αναφέρει πως στην αιτιολογική έκθεση του φορολογικού νομοσχεδίου δεν αιτιολογείται επαρκώς πώς, επί συναλλαγών για τις οποίες έχουν εκδοθεί τα οικεία φορολογικά παραστατικά, η εξόφλησή τους με χρήση ηλεκτρονικών μέσων εξυπηρετεί καλύτερα «τη μείωση της φοροδιαφυγής και τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης», εν σχέσει προς την εξόφληση των ως άνω συναλλαγών με χρήση μετρητών.
Τα μέλη του επιστημονικού συμβουλίου καταλήγουν στην γνωμάτευση τους όσον αφορά το άρθρο 7 λέγοντας ότι «ως εκ τούτου, η προτεινόμενη ρύθμιση δεν φαίνεται να βρίσκεται σε αρμονία ούτε προς τις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας, δεδομένου ότι o σκοπός πάταξης της φοροδιαφυγής επί συναλλαγών μεταξύ καταναλωτών και επιχειρήσεων επιτυγχάνεται εφόσον εκδοθεί το οικείο φορολογικό παραστατικό, ανεξαρτήτως του Τρόπου εξόφλησής».