Ως και 9 δισ. ευρώ εκδόσεις ομολόγων το 2020
Τα χρεολύσια της επόμενης χρονιάς δεν φτάνουν ούτε στα 2,9 δισ. ευρώ κι αυτό σημαίνει πρακτικά ότι η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να μην κουνήσει ούτε το μικρό της δακτυλάκι, αν στραβώσει για τον οποιονδήποτε λόγο το κλίμα στις αγορές.
Υπό κανονικές συνθήκες, παρά το ότι το θηριώδες μαξιλάρι των 37 δις ευρώ καλύπτει τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας για 2-3 χρόνια, η Ελλάδα έχει κάθε λόγο να κρατά ανοικτή τη γραμμή επικοινωνίας με τις αγορές, χτίζοντας μέτρο- μέτρο τις γέφυρες επιστροφής στην κανονικότητα. Η ανταπόκριση των επενδυτών, άλλωστε, το 2019 ήταν κάτι παραπάνω από ενθαρρυντική και κάπως έτσι μέσα στις επόμενες εβδομάδες θα αποφασιστεί το Funding Strategy της επόμενης χρονιάς, με τις πληροφορίες να αναφέρουν ότι υπό προϋποθέσεις θα μπορούσαμε να φτάσουμε ακόμα και στα 9 δισ. ευρώ νέων εκδόσεων.
Αυτό που τονίζουν στο economistas πηγές κοντά στη διαδικασία, είναι ότι το νούμερο που αναγράφεται στον Πίνακα της Εισηγητικής Έκθεσης του Προϋπολογισμού ως «μακροπρόθεσμος δανεισμός» είναι απολύτως ενδεικτικό, καθώς συμπεριλαμβάνει κι άλλα δάνεια π.χ. από την ΕτΕΠ, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν μπορούμε τελικά να κινηθούμε σε αυτά τα επίπεδα.
Ένα από τα «κλειδιά» για τις εκδόσεις του 2020, είναι η μείωση των εντόκων γραμματίων κι αυτό που προκαλεί αίσθηση είναι φέτος κιόλας το stock των T-Bills πέφτει από τα 15,280 δισ. ευρώ στα 12,720 δις ευρώ, χωρίς να πάρει κανείς είδηση! Πώς έγινε αυτό; Πολύ απλά στο rollάρισμα των εκδόσεων, τα ζητούμενα ποσά «ψαλιδίζονταν». Η στόχευση είναι το 2020 ο βραχυπρόθεσμος δανεισμών μέσω εντόκων γραμματίων να πέσει ακόμα πιο κάτω, στα 8,220 δισ. ευρώ. Τι σημαίνει πρακτικά αυτό; Ότι δημιουργείται χώρος περίπου 4,5 δισ. ευρώ, που θα μπορούσε να καλυφθεί με εκδόσεις ομολόγων, δηλαδή με μακροπρόθεσμο δανεισμό.
Ακόμα περισσότερος χώρος για εκδόσεις ομολόγων μπορεί να δημιουργηθεί με μια νέα πρόωρη αποπληρωμή δανείων του ΔΝΤ, αν και όπως έχει γράψει το economistas, αυτή τη φορά τα πράγματα είναι πιο δύσκολα, καθώς το μέσο κόστος νέου δανεισμού της Ελλάδας θα πρέπει να παραμείνει την επόμενη χρονιά κάτω από το 1,9%, που είναι το μέσο επιτόκιο των δανείων του ΔΝΤ, έτσι ώστε οι Ευρωπαίοι να ανάψουν το πράσινο φως. Αν αυτό καταγραφεί στην πορεία των επόμενων μηνών, τότε μπορεί να ξεκινήσει ανάλογη διαδικασία με αυτή που εκκίνησε φέτος το υπουργείο Οικονομικών και πριν φτάσουμε στο Φθινόπωρο του 2020 να έχουμε ξεφορτωθεί άλλα περίπου 2 δισ. ευρώ δανείων του ΔΝΤ.
Από εκεί και πέρα, εφόσον δεν έχουμε… παρατράγουδα στις αγορές και αναταράξεις π.χ. από τις συνήθεις «εκρήξεις» Τραμπ, θα μπορούσε να επανέλθει στο τραπέζι η συζήτηση ακόμα και για έκδοση 15ετούς ομολόγου, που πέρσι έμεινε στο συρτάρι, ως τολμηρή για τα πρώτα βήματα της Ελλάδας στις αγορές.
Αυτό που τονίζουν, δε, αρμόδιες πηγές είναι ότι η Ανάλυση Βιωσιμότητας Χρέους της Κομισιόν, που συμπεριλήφθηκε στην Έκθεση Αξιολόγησης, είναι μεν πιο θετική από την προηγούμενη, αλλά παραμένει εξαιρετικά συντηρητική, αποφεύγοντας να ενσωματώσει πλήρως την εντυπωσιακή βελτίωση του κόστους εξυπηρέτησης του Χρέους. Ως εκ τούτου, μοιάζει περισσότερο με πολιτικό κείμενο, με στόχο να «φρενάρει» μέχρι νεωτέρας τη συζήτηση για την άλλη παράμετρο της Βιωσιμότητας, δηλαδή το ύψος των πλεονασμάτων.
Σε κάθε περίπτωση, ο σχεδιασμός για την επόμενη χρονιά θα δημοσιοποιηθεί προς την επενδυτική κοινότητα με κάθε λεπτομέρεια, όπως ακριβώς έγινε πέρσι. Ήδη αυτές τις ημέρες γίνονται αλλεπάλληλες συσκέψεις με τους Βασικούς Διαπραγματευτές (Primary Dealers) και λίαν συντόμως, πριν φτάσουμε στα Χριστούγεννα θα γίνουν διερευνητικές- ενημερωτικές επαφές στα επενδυτικά κέντρα της Ευρώπης και των ΗΠΑ.