Φουντώνει η μάχη για το ΑΕΠ
Όταν ακούς τον ίδιο τον Κεντρικό τραπεζίτη να δηλώνει ότι έχει επιδοθεί σε ένα… μπρα- ντε- φερ με τους τεχνοκράτες της ΕΚΤ για το ΑΕΠ της Ελλάδας, τότε γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι οι προβλέψεις για τους ρυθμούς της ανάπτυξης της επόμενης χρονιάς είναι κάτι περισσότερο από μια απλή εκτίμηση στο χαρτί.
Άπαντες- Θεσμοί, οργανισμοί, αναλυτές- λίγο ως πολύ συμφωνούν ότι η φετινή επίδοση, τουλάχιστον στο πρώτο εξάμηνο, διέψευσε τις προσδοκίες για επέκταση πέρα και πάνω από το περσινό 1,9%. Συμφωνούν, επίσης, ότι μετά τη ψυχρολουσία του 1,5%, η βελτίωση κάποιων δεικτών από το καλοκαίρι και μετά, μπορεί τουλάχιστον να κρατήσει τους ρυθμούς ανάπτυξης κοντά στο 2%. Οι διαφορές γίνονται χαώδεις όταν φτάνει, όμως, η συζήτηση στη δυναμική του 2020.
Αφήνοντας κανείς στην άκρη τις συντηρητικές εκτιμήσεις επενδυτικών τραπεζών και αναλυτών για ρυθμούς ανάπτυξης περίπου στα επίπεδα του 2019 και του 2018, δηλαδή κάτω από το 2%, διαπιστώνει κανείς ότι η απόσταση από τις παραδοχές του υπουργείου Οικονομικών είναι τουλάχιστον μισή ποσοστιαία μονάδα. Κομισιόν και ΔΝΤ ευθυγραμμίστηκαν και υπολογίζουν ότι η ελληνική οικονομία δεν θα μπορέσει να «τρέξει» πάνω από 2,3%, επίδοση που ασφαλώς ξεχωρίζει σαν τη… μύγα μεσ’ το γάλα, εν μέσω παρατεταμένης επιβράδυνσης στην Ευρωζώνη, ωστόσο επ’ ουδενί είναι αρκετή για να «χτίσει» το 3ετές σχέδιο της κυβέρνησης. Αυτό που λένε, άλλωστε, στελέχη του οικονομικού επιτελείου είναι ότι απαιτούνται ρυθμοί 3-4%, προκειμένου να «βγει» το πλάνο όλων των φοροελαφρύνσεων ως το 2023. Επί της ουσίας πρόκειται για το μεγάλο στοίχημα.
Η Τράπεζα της Ελλάδας είναι, πλέον, πιο αισιόδοξη αλλά όχι μόνο απέχει ακόμα από τις προβλέψεις του υπουργείου Οικονομικών, αλλά βρίσκεται και σε τεχνοκρατική αντιπαράθεση με τη Φρανκφούρτη. Η πρόβλεψη που έκανε η ΤτΕ το καλοκαίρι ήταν ότι η οικονομία δύσκολα θα κινηθεί με ρυθμούς πάνω από 2% το 2020, ωστόσο πλέον σταθμίζοντας τις δέσμες των φοροελαφρύνσεων, των αναπτυξιακών κινήτρων και την αλλαγή κλίματος μετά τις κινήσεις στο πεδίο των ιδιωτικοποιήσεων, έχει ανεβάσει το πήχη στο 2,4- 2,5%, όπως προβλέπει και το ΙΟΒΕ. Αυτή η αναθεώρηση δεν βρίσκει, όμως, σύμφωνη την ΕΚΤ, η οποία χαμηλώνει συνεχώς τον πήχη για την υπόλοιπη Ευρωζώνη. Σημειωτέον ότι αυτή η… διάσταση απόψεων δεν έχει απλώς… επιστημονικό ενδιαφέρον αλλά και πρακτικό, καθώς η ΕΚΤ ετοιμάζεται να κάνει τη δική της Ανάλυση Βιωσιμότητας του ελληνικού Χρέους, συνεπώς κάθε δέκατο διαφοράς στο ΑΕΠ, επιβαρύνει την καμπύλη.
Ενδιαφέρον αν μη τι άλλο έχει το γεγονός ότι ενώ οι αναλυτές της ΤτΕ κινούνται με την παραδοχή αυτών των ρυθμών ανάπτυξης, τα επιτελεία των τραπεζών φαίνεται ότι υιοθετούν πολύ πιο συντηρητικές προβλέψεις. Είναι ενδεικτικό ότι η Alpha, που δημοσίευσε χθες τα αποτελέσματα 9μήνου, έχει ως βασικό σενάριο την αύξηση του ΑΕΠ κατά 2%.
Πρόβλεψη για 2,4% κάνει η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης, που δημοσιοποίησε την αξιολόγηση της (και) για την Ελλάδα. Αν και χαιρετίζει τη βελτίωση οικονομικών δεικτών, την αυξημένη ροή επενδύσεων, την προώθηση σημαντικών μεταρρυθμίσεων και το ξεμπλοκάρισμα αποκρατικοποιήσεων στρατηγικής σημασίας, η EBRD εστιάζει στο «βουνό» των «κόκκινων» δανείων και στο επιδεινούμενο διεθνές οικονομικό περιβάλλον, ως ρίσκα για την ελληνική οικονομία.