Τελεσίγραφο από τους Ευρωπαίους για τις αντικειμενικές αξίες
Τέλος στη διαιώνιση του σήριαλ της προσαρμογής των αντικειμενικών αξιών, στην πραγματικότητα της αγοράς, δηλαδή των τρεχουσών εμπορικών τιμών, θέλει να βάλει η Κομισιόν, στέλνοντας μήνυμα στην Αθήνα ότι οι ασκήσεις εργασίας θα πρέπει να δώσουν αποτέλεσμα ως τα μέσα του νέου έτους.
Το υπουργείο Οικονομικών έχει συγκροτήσει προ πολλού ομάδες εργασίας και έχει δοθεί σαφής εντολή όχι μόνο για αλλαγή μεθοδολογίας ως προς τον υπολογισμό των αξιών ακινήτων, αλλά και για διεύρυνση της “ομπρέλας” του αντικειμενικού συστήματος σε περιοχές που παραμένουν terra incognita για την εφορία. Ως εκ τούτου, θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι οι Ευρωπαίοι κρούουν ανοικτές θύρες. Υπάρχει, όμως, το προηγούμενο του πρόσφατου παρελθόντος, όπου όλες αυτές οι ασκήσεις “κολλούσαν” τελικά στο πολιτικό κόστος που συνεπαγόταν η αναγκαία αύξηση των Τιμών Ζώνης σε “λαϊκές” περιοχές. Και κάπως έτσι φτάσαμε στο τελεσίγραφο.
Το deadline των Βρυξελλών συμπίπτει με το χρονοδιάγραμμα που έχει θέσει το υπουργείο Οικονομικών, συνεπώς δεν τίθεται ζήτημα επίσπευσης παρά μόνο αποτελεσματικότητας των εργασιών των ομάδων εργασίας. Η δέσμευση ή το στοίχημα του υπουργείου Οικονομικών είναι να μπορέσει να διευρύνει τη βάση εφαρμογής του ΕΝΦΙΑ περισσότερο από 20%, όπως προκύπτει από το προσχέδιο της Έκθεσης Αξιολόγησης. Πώς θα γίνει αυτό; Ως επί το πλείστον εντάσσοντας 7.000 περιοχές στο σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού.
Οι αρχικοί υπολογισμοί των αρμόδιων υπηρεσιών έδειξαν ότι από αυτή τη διεύρυνση της “ομπρέλας” των αντικειμενικών αξιών, μπορούν να μπουν στα κρατικά ταμεία 400- 500 εκατ. ευρώ, κυρίως από τις περιοχές- “φιλέτα”, που ακόμα και σήμερα φορολογούνται με συγκριτικά στοιχεία από όμορες, εκτός σχεδίου περιοχές, δηλαδή στην πραγματικότητα όσο τα διαμερίσματα π.χ. στη Δυτική Αττική. Ωστόσο, στον σχεδιασμό του 2020, όπως περιγράφεται στον Προϋπολογισμό που πέρασε από τις Βρυξέλλες, έχει γραφεί πρόβλεψη μόλις 142 εκατ. Ευρώ. Πληροφορίες αναφέρουν ότι αυτό το “ψαλίδισμα”, έναντι των αρχικών προβλέψεων, ενσωματώνει την πρόθεση του οικονομικού επιτελείο να υλοποιήσει τη δεύτερη φάση μείωσης του ΕΝΦΙΑ κατά 8-10%, αλλά και τη διάθεση να περιορίσει το Συμπληρωματικό Φόρο, ο οποίος σήμερα ξεπερνά τα 625 εκατ. Ευρώ, εκ των οποίων τα 365 εκ. Επιβαρύνουν τα νοικοκυριά.
Κι αν για την αναθεώρηση του συστήματος των αντικειμενικών αξιών φαίνεται ότι υπάρχει σύμπνοια με τις Βρυξέλλες, για το 3ετές “πάγωμα” του ΦΠΑ επιβεβαιώνονται οι πληροφορίες που ανέφεραν ότι η κυβέρνηση προχώρησε μονομερώς, λόγω των πολλών τεχνικών και νομικών προβλημάτων.
Πέρα από τις ενστάσεις που εγείρει η Κομισιόν, για το ενδεχόμενο να ενισχύσει το εν λόγω μέτρο το ποσοστό της παραοικονομίας, του “μαύρου” χρήματος, βάζει και θέμα Κοινοτικού Δικαίου. Ο ΦΠΑ θεωρείται κοινοτικός φόρος, ως εκ τούτου οι όποιες παρεμβάσεις θα πρέπει να γίνονται σε συνεννόηση με τις Κοινοτικές Αρχές, κάτι που δεν συνέβη εν προκειμένω, προφανώς λόγω των μακροχρόνιων, γραφειοκρατικών διαδικασιών που απαιτούνταν. Στην περίπτωση που κινηθούν, πάντως, οι προβλεπόμενες διαδικασίες από τις Βρυξέλλες, έως ότου φτάσουμε στις συστάσεις ή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, θα έχει παρέλθει η 3ετία του “παγώματος”.
Πρόσφατη μελέτη του ΙΟΒΕ επισημαίνει κατ’ αρχάς το αυτονόητο, δηλαδή ότι η επιβολή ΦΠΑ με συντελεστή 24% σε νέες κατοικίες και κτίρια στρεβλώνει την αγορά ακινήτων υπέρ των παλαιότερων ακινήτων και αποτρέπει την υλοποίηση νέων επενδύσεων στην έκταση που θα ήταν εφικτό ή επιθυμητό. Για παράδειγμα, υποθέτοντας ότι έχουμε δύο κτίρια, ένα καινούργιο και ένα παλαιότερο (που δεν υπόκειται σε ΦΠΑ) με τα ίδια ακριβώς χαρακτηριστικά (τοποθεσία, επιφάνεια, ποιότητα κατασκευής κ.ά.), η εφαρμογή του ΦΠΑ συνεπάγεται ότι η εμπορική τιμή του καινούργιου κτιρίου θα είναι κατά περίπου 11% υψηλότερη συγκριτικά με το παλαιότερο, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η διαφορά στην τιμή λόγω παλαιότητας.
Όσον αφορά στην κατάργηση του Συμπληρωματικού Φόρου, η ίδια μελέτη αναφέρει ότι θα οδηγήσει σε αύξηση των τιμών των ακινήτων. Αυτό ισοδυναμεί με αύξηση της αξίας της περιουσίας των ιδιοκτητών ακινήτων, η οποία υπολογίζεται σε 650 δισ. Ευρώ (και 471 δισ. σε αντικειμενικές τιμές για τα ακίνητα στα οποία επιβάλλεται συμπληρωματικός ΕΝΦΙΑ), και βάσει του αποτελέσματος πλούτου θα ενισχύσει την καταναλωτική δαπάνη στην οικονομία.