Πόσα χρήματα ξοδεύουν οι Έλληνες για αγορές
Στα 1.441,03 ευρώ ανήλθε πέρυσι η μέση μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών για αγορές το 2018, καταγράφοντας αύξηση 1,9% σε σχέση με το 2017.
Παράλληλα, το 50% των νοικοκυριών δαπανούν περισσότερα από 1.158 ευρώ το μήνα, ενώ τα νοικοκυριά που διαμένουν σε ενοικιασμένη κατοικία δαπανούν το 17,8% του προϋπολογισμού τους κατά μέσο όρο για ενοίκιο.
Από την έρευνα οικογενειακών προϋπολογισμών της ΕΛΣΤΑΤ, προκύπτει ότι η συνολική μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών (αγορές) για το 2018 ανήλθε στα 5.834.368.771 ευρώ, παρουσιάζοντας αύξηση 1,1%, ή 65.520.740 ευρώ σε σύγκριση με το 2017. Η μέση συνολική δαπάνη για κάθε άτομο ανήλθε στα 557,86 ευρώ, καταγράφοντας αύξηση 1,9% (10,35 ευρώ) σε σύγκριση με το 2017.
Το μεγαλύτερο μερίδιο των δαπανών του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών αφορά στα είδη διατροφής (20,2%) και ακολουθούν η στέγαση (14,1%) και οι μεταφορές (13%), ενώ στις υπηρεσίες εκπαίδευσης αντιστοιχεί το μικρότερο μερίδιο των δαπανών (3,2%).
Η μεγαλύτερη μεταβολή δαπανών των νοικοκυριών, σε σχέση με την προηγούμενη έρευνα (2017), παρατηρείται σε ξενοδοχεία, καφενεία και εστιατόρια (αύξηση 5,1%), ενώ ακολουθούν οι δαπάνες για υγεία (αύξηση 4,5%) και για αναψυχή και πολιτισμό (αύξηση 2,9%).
Όσον αφορά στις δαπάνες στα είδη διατροφής, παρατηρείται μείωση της μηνιαίας δαπάνης (τρέχουσες τιμές) για γαλακτοκομικά προϊόντα και αυγά (1,7%) και έλαια και λίπη (0,9%), ενώ παρατηρείται αύξηση της μηνιαίας δαπάνης για φρούτα (5%), καφέ, τσάι και κακάο (3,1%), μεταλλικά νερά, αναψυκτικά, χυμοί φρούτων και λαχανικών (1,8%), ζάχαρη, μαρμελάδες, μέλι κ.λπ. (1,7%), λαχανικά (1,6%), αλεύρι, ψωμί και δημητριακά (1,4%), ψάρια (0,6%), λοιπά είδη διατροφής (0,3%) και κρέας (0,3%).
Τα νοικοκυριά που διαμένουν σε αγροτικές περιοχές δαπανούν κατά μέσο όρο 1.190,91 ευρώ μηνιαίως, ενώ αυτά που διαμένουν σε αστικές περιοχές 1.504,77 ευρώ.
Η μέση μηνιαία ποσότητα φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας που καταναλώνεται στην κύρια κατοικία αυξήθηκε κατά 7,6% και 0,6%, αντίστοιχα, ενώ η μέση μηνιαία ποσότητα στερεών καυσίμων (καυσόξυλα, πελλέτες, πυρήνας κ.λπ.), υγρών καυσίμων και υγραερίου μειώθηκε κατά 8,9%, 5% και 3,5%, αντίστοιχα.
Από τα στοιχεία της έρευνας προκύπτει ότι τα νοικοκυριά διαθέτουν:
- Τηλεόραση έγχρωμη (100%),
- κινητό τηλέφωνο (92,8%),
- σταθερό τηλέφωνο (84,3%),
- προσωπικό ηλεκτρονικό υπολογιστή (69,7%),
- τουλάχιστον ένα επιβατηγό αυτοκίνητο ΙΧ (66%),
- πλυντήριο πιάτων (36,7%),
- καταψύκτη (31,1%),
- δεύτερη κατοικία (14,9%),
- κλειστό χώρο στάθμευσης (12,9%) και χρησιμοποιούν την κεντρική θέρμανση ως κύρια πηγή θέρμανσης σε ποσοστό 40,1%.
O κίνδυνος φτώχειας απειλεί το 17,4% του πληθυσμού της χώρας, όταν στον υπολογισμό του δείκτη λαμβάνεται υπόψη μόνον η ισοδύναμη δαπάνη με τρόπο κτήσης την αγορά (18,1% το 2017), ενώ ο δείκτης μειώνεται στο 12,4% του πληθυσμού (12,2% το 2017) όταν λαμβάνονται υπόψη όλες οι καταναλωτικές δαπάνες, ανεξάρτητα από τον τρόπο κτήσης (τεκμαρτό ενοίκιο από ιδιοκατοίκηση, ιδιοπαραγόμενα αγαθά, αγαθά και υπηρεσίες παρεχόμενες δωρεάν από τον εργοδότη, άλλα νοικοκυριά, μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς, κράτος κ.λπ.)
Η μέση μηνιαία ισοδύναμη δαπάνη των φτωχών νοικοκυριών εκτιμάται στο 33,8% των δαπανών των μη φτωχών νοικοκυριών. Τα φτωχά νοικοκυριά δαπανούν το 34,6% του μέσου προϋπολογισμού τους σε είδη διατροφής ενώ τα μη φτωχά το 19,2%. Λόγω της σύνθεσης των φτωχών νοικοκυριών (ηλικιωμένοι, ανασφάλιστοι, κ.λπ.), η δαπάνη τους για την υγεία ανέρχεται στο 9,2% του μέσου προϋπολογισμού τους, ενώ η αντίστοιχη δαπάνη των μη φτωχών ανέρχεται στο 7,7%.
Σε Ελλάδα, Ιταλία και Σερβία το σχετικά μεγαλύτερο μερίδιο των δαπανών (τρέχουσες τιμές) του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών αφορά στα είδη διατροφής. Τα καταναλωτικά πρότυπα διαφέρουν για τη Γερμανία, Φινλανδία και την Ισπανία, όπου καταγράφονται ως υψηλότερες οι δαπάνες που αφορούν στη στέγαση, ενώ για το Ηνωμένο Βασίλειο οι δαπάνες στα διάφορα αγαθά και στις μεταφορές. Οι δαπάνες για εκπαίδευση κυμαίνονται από 0,2% του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών στη Φινλανδία έως 3,2% στην Ελλάδα. H Ελλάδα και η Ιταλία καταγράφουν τη μεγαλύτερη ιδιωτική δαπάνη για την υγεία, 7,5% και 6,1% του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών, αντίστοιχα.