Σαρωτικοί φοροέλεγχοι made in USA

Φωτο: Shutterstock

Οι παραδοσιακοί φορολογικοί έλεγχοι, όσο κι αν είναι φιλότιμοι ή σαΐνια οι εφοριακοί που “βουτάνε” στα φορολογικά βιβλία μικρών και μεγάλων επιχειρήσεων ή φορολογούμενων μεγάλου πλούτου, ανήκουν στο παρελθόν και αυτό- ευτυχώς- δείχνουν να το έχουν αντιληφθεί στο επιτελείο της ΑΑΔΕ, όπου ετοιμάζονται πυρετωδώς για την επόμενη ημέρα.

Παρά το ότι τα τεκμήρια θα παραμείνουν εν ζωή τουλάχιστον για την επόμενη διετία, το ηλεκτρονικό δίχτυ της εφορίας πλέκεται μέρα με τη μέρα, ενώ η ηλεκτρονική βάση δεδομένων, που θα επιτρέπει εκτεταμένες διασταυρώσεις σε ό,τι αφορά στην καθημερινότητα των φορολογούμενων έτσι ώστε να εντοπίζονται οι πιθανές εστίες φοροδιαφυγής, λίαν συντόμως θα αποκτήσει τρομακτικό όγκο λεπτομερών στοιχείων. Στόχος είναι η διενέργεια φορολογικών ελέγχων αμερικανικού τύπου, στα πρότυπα του IRS, έτσι ώστε με βάση όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες για τα περιουσιακά στοιχεία και τις δαπάνες φυσικών- νομικών προσώπων, το σύστημα να χτυπάει “κόκκινο”, όπου παρατηρούνται αποκλίσεις από τα δηλωμένα εισοδήματα.

Σε αυτήν την ηλεκτρονική βάση δεδομένων, που “χτίζεται” εδώ και μια πενταετία, έρχεται να συμβάλει για πρώτη φορά και η ΔΕΗ, η οποία ετοιμάζεται να στείλει τα στοιχεία των πελατών της στην ΑΑΔΕ. “Δεν έχει τα στοιχεία των ΑΦΜ και των αριθμών παροχής ρεύματος η εφορία;”, θα μπορούσε να ρωτήσει κανείς. Φυσικά. Μέσω των Ε1, η ΑΑΔΕ γνωρίζει αυτά τα στοιχεία, όμως υπάρχουν δύο πολύτιμες πληροφορίες, τις οποίες η ΔΕΗ- προφανώς και οι υπόλοιποι πάροχοι- ετοιμάζεται να παράσχει στη Φορολογική Διοίκηση: 1) την κατανάλωση ρεύματος 2) το καθαρό κόστος κατανάλωσης. Πώς θα χρησιμοποιηθούν αυτές οι πληροφορίες; Η ΑΑΔΕ θα μπορεί να αξιολογήσει αν αυτή η κατανάλωση ταιριάζει με το φορολογικό προφίλ του εκάστοτε φορολογούμενου ή αν μπορεί να υποκρύπτει π.χ. την ύπαρξη πισίνας ή μεγαλύτερη επιφάνεια ακινήτου από τη δηλωμένη στο Ε9 κ.λ.π.

Τέτοιου είδους πληροφορίες χρησιμεύουν έτσι ώστε οι ελεγκτικές υπηρεσίες να σφίγγουν τον κλοιό και δεν πρέπει να ξεχνάει κανείς ότι ανάλογα στοιχεία αποστέλλουν σε ετήσια βάση στην ΑΑΔΕ, οι τράπεζες, τα ιδιωτικά σχολεία, τα θεραπευτήρια και οι κλινικές, οι εταιρίες τηλεφωνίας, οι ασφαλιστικές εταιρίες, οι εταιρίες ύδρευσης. Πώς αξιοποιούνται όλα αυτά τα δεδομένα; Στην εφαρμογή των αποκαλούμενων έμμεσων τεχνικών ελέγχου.

Τρεις είναι αυτή τη στιγμή οι μέθοδοι που μπορούν να υποστηριχθούν θεωρητικά από τις ελεγκτικές υπηρεσίες, αν και όπως παρατηρούν έμπειρα στελέχη της Φορολογικής Διοίκησης, η ολοκλήρωση του Περιουσιολογίουείναι αναγκαία συνθήκη για να μην υπάρχουν “τρύπες” στην ελεγκτική διαδικασία.

Η τεχνική προσδιορίζει τη φορολογητέα ύλη αναλύοντας τα έσοδα (φορολογητέα και μη), τις αγορές και δαπάνες (επαγγελματικές, ατομικές και οικογενειακές) και τις αυξήσεις και μειώσεις των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων (επαγγελματικών, ατομικών και οικογενειακών) του φορολογούμενου φυσικού προσώπου.

Κατά την μέθοδο αυτή δημιουργείται ισοζύγιο με δύο βασικές στήλες: «Πηγές Κεφαλαίων/Εσόδων» και «Αναλώσεις Κεφαλαίων/Εσόδων».

Στην πρώτη στήλη Πηγές Κεφαλαίων/Εσόδων περιλαμβάνονται τα κάθε μορφής έσοδα που έχουν εισπραχθεί στην διάρκεια της ελεγχομένης φορολογικής περιόδου, των οποίων αποδεικνύεται η πραγματοποίηση και η νομιμότητα των συναλλαγών.

Στη δεύτερη στήλη Αναλώσεις Κεφαλαίων /Εσόδων περιλαμβάνονται όλες οι πραγματοποιηθείσες αναλώσεις, κατά τη διάρκεια της ελεγχομένης φορολογικής περιόδου.

Η διαφορά μεταξύ στήλης «Αναλώσεις Κεφαλαίων/ Εσόδων» και στήλης «Πηγές Κεφαλαίων/Εσόδων», θεωρείται μη δηλωθείσα φορολογητέα ύλη και εφόσον δεν αιτιολογείται υπόκειται σε φορολόγηση.

Η τεχνική αυτή αναδημιουργεί το οικονομικό ιστορικό του φορολογούμενου φυσικού προσώπου και προσδιορίζει φορολογητέα ύλη, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα περιουσιακά στοιχεία και τα διαθέσιμα κεφάλαια προσωπικά, οικογενειακά, επαγγελματικά, τις διάφορες απαιτήσεις προσωπικές, οικογενειακές, επαγγελματικές (ενεργητικό), τις υποχρεώσεις προσωπικές, οικογενειακές ή επαγγελματικές (παθητικό), τις ατομικές, οικογενειακές και επαγγελματικές δαπάνες ως και τα εισοδήματα από λοιπές πηγές (ατομικά και οικογενειακά).

Κατά την τεχνική αυτή δημιουργείται ο Πίνακας Ενεργητικού και Παθητικού για όλες τις ελεγχόμενες φορολογικές περιόδους με φορολογική περίοδο βάσης την αμέσως προηγούμενη από την πρώτη ελεγχόμενη φορολογική περίοδο. Στο Ενεργητικό περιλαμβάνονται όλα τα περιουσιακά στοιχεία και οι καταθέσεις σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα κατά την λήξη κάθε φορολογικής περιόδου. Στο Παθητικό περιλαμβάνονται οι αντίστοιχες υποχρεώσεις. Η διαφορά Ενεργητικού-Παθητικού αποτελεί την Καθαρή Θέση κάθε φορολογικής περιόδου.

Από την καθαρή θέση λήξης κάθε φορολογικής περιόδου αφαιρείται η καθαρή θέση έναρξης.

Οι αυξήσεις/μειώσεις της Καθαρής Θέσης αναπροσαρμόζονται με τις περιπτώσεις απόκτησης περιουσιακών στοιχείων άνευ ανταλλάγματος (αιτία θανάτου, δωρεάς, γονικής παροχής, προίκας, κερδών από τυχερά παίγνια, ανταλλαγής) και τις περιπτώσεις εκποίησης αυτών, με τις ατομικές και οικογενειακές δαπάνες κάθε είδους, και συγκρίνονται με τα δηλωθέντα εισοδήματα.

Η προκύπτουσα διαφορά θεωρείται μη δηλωθείσα φορολογητέα ύλη και εφόσον δεν αιτιολογείται υπόκειται σε φορολόγηση.

Η τεχνική αυτή προσδιορίζει φορολογητέα ύλη παρακολουθώντας την κίνηση των (διαθεσίμων) κεφαλαίων του φορολογούμενου, του/της συζύγου και των προστατευομένων μελών αυτών, είτε με την κατάθεση αυτών σε χρηματοπιστωτικούς λογαριασμούς είτε με την ανάλωση τους σε διάφορες συναλλαγές με χρήση μετρητών. Αναλύει τις συνολικές καταθέσεις σε χρηματοπιστωτικούς λογαριασμούς, τα διαθέσιμα, τις αγορές και δαπάνες σε μετρητά τόσο σε επαγγελματικό όσο και σε οικογενειακό επίπεδο κατά τη διάρκεια της ελεγχομένης φορολογικής περιόδου και τα συγκρίνει με τα συνολικά δηλωθέντα έσοδα.

Κατά την τεχνική αυτή από τις συνολικές τραπεζικές καταθέσεις της ελεγχόμενης φορολογικής περιόδου αφαιρούνται τα κατατεθειμένα ποσά που αφορούν μη υποκείμενα σε φορολογία έσοδα, όπως εκταμιεύσεις δανείων, συμψηφιστικές κινήσεις και λοιπές πράξεις που δεν αποτελούν καθαρές καταθέσεις.

Στο Υπόλοιπο των καθαρών τραπεζικών καταθέσεων προστίθενται όλες οι καταβολές σε μετρητά για αγορές, δαπάνες (προσωπικές/οικογενειακές ή επαγγελματικές) και λοιπές συναλλαγές και αφαιρούνται τα μη υποκείμενα σε φορολογία έσοδα που δεν κατατέθηκαν σε λογαριασμούς.

To νέο Υπόλοιπο αναμορφώνεται με τις αυξήσεις/ μειώσεις εισπρακτέων λογαριασμών και συγκρίνεται με τα συνολικά δηλωθέντα Εισοδήματα. Η προκύπτουσα διαφορά θεωρείται μη δηλωθείσα φορολογητέα ύλη και εφόσον δεν αιτιολογείται υπόκειται σε φορολόγηση.

ΣΧΕΤΙΚΑ