Δυσοίωνες προβλέψεις για την ανεργία

NEWSROOM
Eurobank
Φωτό: Eurokinissi

Το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στο 18,9% του εργατικού δυναμικού τον Αύγουστο 2018 (χαμηλό 7ετιας) μειωμένο κατά -2,0 ποσοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με τον αντίστοιχο μήνα του προηγούμενου έτους και κατά -9,0 σε σχέση με το ιστορικό υψηλό του Ιουλίου 2013, παρατηρεί η Eurobank στην εβδομαδιαία εκθεσή της.

Στο οκτάμηνο Ιανουαρίου – Αυγούστου 2018 ο μέσος όρος του ποσοστού ανεργίας ήταν στο 19,7% από 21,8% πέρυσι. Αυτό το στοιχείο είναι συμβατό με τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για πτώση του ποσοστού ανεργίας στο 19,6% το 2018 από 21,5% πέρυσι.

Γιατί είναι δύσκολη μεσο-μακροπρόθεσμα η αύξηση της απασχόλησης

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της τράπεζας, είναι αναντίρρητα αποδεκτό ότι η βαθιά και παρατεταμένη ύφεση των προηγούμενων ετών – όπως αυτή αποτυπώθηκε στις ροές μείωσης του πραγματικού Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, των επενδύσεων παγίων και της απασχόλησης – αντικατοπτρίζεται σήμερα σε αρκετές μακροοικονομικές μεταβλητές αποθέματος.

Μια από αυτές είναι το υψηλό ποσοστό ανεργίας. Παρά τη σωρρευτική πτώση των -9 μονάδων, ο λόγος των ανέργων ως προς τον οικονομικά ενεργό πληθυσμό στην Ελλάδα εξακολουθεί να παραμένει ο υψηλότερος ανάμεσα στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 28.

Επιπρόσθετα, εκτός από το πολύ υψηλό ποσοστό ανεργίας, η ελληνική οικονομία τίθεται αντιμέτωπη και με το πρόβλημα του μεγάλου ποσοστού δομικής ανεργίας, του γεγονότος δηλαδή ότι δεν υπάρχει αντιστοιχία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης στην αγορά εργασίας, καθώς ορισμένοι κλάδοι εκλείπουν.

Σύμφωνα με τη βάση μακροοικονομικών δεδομένων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (AMECO), το δομικό ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα ήταν στο 13,8% το 2017 και εκτιμάται ότι θα σημειώσει μικρή πτώση μέσα στα επόμενα 3 χρόνια (13,4% το 2020).

Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι μεσοπρόθεσμα η αύξηση της απασχόλησης στην Ελλάδα -άρα και του εισοδήματος- και η περαιτέρω πτώση του ποσοστού ανεργίας αντιμετωπίζει σημαντικούς περιορισμούς.

Όπως σημειώνει η Eurobank, εάν σε αυτόν τον παράγοντα προσθέσουμε, 1ον τις υπάρχουσες δυσμενείς δημογραφικές εξελίξεις (όπως αυτές αποτυπώνονται στη μείωση του πληθυσμού (15-74 ετών) κατά -511,8 χιλ άτομα τα τελευταία 11 χρόνια, 2ον τις αρνητικές καθαρές επενδύσεις και 3ον τους ισχνούς ρυθμούς αύξησης της παραγωγικότητας, τότε καθίσταται σαφές ότι υπάρχουν πτωτικά ρίσκα για τη μεσοπρόθεσμη και τη μακροπρόθεσμη αναπτυξιακή πορεία της χώρας. Πέραν της αύξησης του βαθμού εκμετάλλευσης των διαθέσιμων παραγωγικών συντελεστών (κυκλική ανάκαμψη) θα πρέπει να εστιάσουμε και στη μελλοντική μεγέθυνσή τους και πάνω από όλα στην ενίσχυση του βαθμού αποτελεσματικότητας της χρήσης τους.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αυγούστου 2018, το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα ήταν μεγαλύτερο κατά 12,2 μονάδες σε σύγκριση με το αντίστοιχο μέγεθος της ΕΕ-28 και κατά 10,8 μονάδες σε σχέση με το αντίστοιχο μέγεθος στην Ευρωζώνη. Η οικονομία της Ισπανίας εμφάνισε το 2ο υψηλότερο ποσοστό ανεργίας μετά την Ελλάδα με 15,0% και ακολούθησαν η Ιταλία (9,8%), η Γαλλία (9,3%), η Κροατία (8,4%), η Κύπρος (7,5%), η Φινλανδία (7,4%), η Λετονία (7,4%), η Πορτογαλία (6,9%), η Σουηδία (6,6%), η Σλοβακία (6,6%), το Βέλγιο (6,5%), η Λιθουανία (6,2%), η Ιρλανδία (5,6%), η Εσθονία (5,4%), η Σλοβενία (5,3%), η Βουλγαρία (5,3%), το Λουξεμβούργο (5,2%), η Αυστρία (4,9%), η Δανία (4,8%), η Ρουμανία (4,3%), το Ηνωμένο Βασίλειο (4,1%), η Ολλανδία (3,9%), η Μάλτα (3,8%), η Ουγγαρία (3,8%), η Πολωνία (3,5%), η Γερμανία (3,4%) και η Τσεχία (2,3%).

ΣΧΕΤΙΚΑ