Το ελληνικό χρέος έγινε... απίστευτα «ελαφρύ»

Φωτο: Shutterstock

Τη μυθοπλασία περί «τοκογλυφικού δανεισμού» από την Ευρώπη καταρρίπτουν τα επίσημα στοιχεία του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους, που δείχνουν ότι οι χαριστικοί όροι δανεισμού από τον επίσημο τομέα -και όχι από την αγορά- έχουν ελαφρύνει σε απίστευτο βαθμό και για πολλά χρόνια τις δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους.

Σύμφωνα με το Ετήσιο Δελτίο Δημόσιου Χρέους 2018, το ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους έχει υποχωρήσει στο 1,61% και, μάλιστα, αυτό το πολύ χαμηλό ποσοστό, που θα ζήλευαν και χώρες της ευρωζώνης με υψηλή πιστοληπτική αξιολόγηση, έχει «κλειδώσει» για τα επόμενα 13 χρόνια, κάτι που σημαίνει ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις θα έχουν μια αρκετά μεγάλη περίοδο στη διάθεσή τους, για να επαναφέρουν την οικονομία σε ισχυρή ανάπτυξη, χωρίς να προβληματίζονται ιδιαίτερα για τον κίνδυνο διόγκωσης της δαπάνης εξυπηρέτησης του χρέους.

Πρέπει να σημειωθεί, βέβαια, ότι οι χαριστικοί όροι και τα μέτρα ελάφρυνσης που εξακολουθούν να εφαρμόζονται βάσει της συμφωνίας με τους Ευρωπαίους έχουν συνδεθεί, από τον Ιούνιο του 2018, με αρκετά υψηλούς μεσοπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους δημοσιονομικούς στόχους ως το 2060, που από πολλούς -ανάμεσά τους και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο- θεωρούνται υπερβολικά φιλόδοξοι για την ελληνική οικονομία και δεσμεύουν σε πολύ μεγάλο βαθμό την άσκηση της οικονομικής πολιτικής.

Όπως αναφέρεται στο Δελτίο Δημοσίου Χρέους, και το 2018 συνεχίσθηκε η στρατηγική διαχειριστικών πράξεων μέσω παραγώγων,με κύριο στόχο τη μετατροπή του χρέους κυμαινόμενου επιτοκίου σε ιστορικά χαμηλά σταθερού επιτοκίου. Οι λόγοι προέρχονται από το μεγάλο ποσοστό μεταβλητού επιτοκίου στο σύνολο του χρέους εξαιτίας των δανείων του επίσημου τομέα, αλλά και την ωφέλεια των ιστορικά χαμηλών επιτοκίων του ευρώ.

Από το σύνολο των προαναφερομένων πράξεων προέκυψαν τα ακόλουθα αποτελέσματα:

  • Μειώθηκε  στο  10,75%  η  συμμετοχή  των  υποχρεώσεων  κυμαινόμενου  επιτοκίου  στο σύνολο του χαρτοφυλακίου δημοσίου χρέους, μειώνοντας αντίστοιχα και τον επιτοκιακό κίνδυνο.
  • Οι ανωτέρω πράξεις οδήγησαν σε περαιτέρω αύξηση του Μέσου  Σταθμικού  Χρόνου  Ανατιμολόγησης  του δημοσίου  χρέους,  φτάνοντας  τα  13,01  έτη.  Ο εν λόγω δείκτης επί  της  ουσίας δείχνει  τα  έτη  κατά  τα  οποία  οι  δαπάνες  εξυπηρέτησης  του δημοσίου χρέους θα παραμείνουν σταθερές στα τρέχοντα επίπεδα. Για την περίπτωση της Ελλάδας τα έτη αυτά είναι περίπου 13. Ο δείκτης αυτός είναι ένας συνδυασμός των δεικτών της μέσης σταθμικής διάρκειας του χρέους που στο τέλος 2018 ήταν 18,17 έτη και  της  συμμετοχής  των  υποχρεώσεων  σταθερού  επιτοκίου  στο  σύνολο  του χαρτοφυλακίου, που αντίστοιχα ήταν 89,25%.
  • Ο  ανωτέρω  δείκτης  σε  συνδυασμό  με  το  δείκτη  Ετήσιου  Κόστους  Εξυπηρέτησης Δημοσίου Χρέους  (σε  ταμειακή  βάση), που  στο  τέλος  2018  ήταν  1,61%,  οδηγεί  στο συμπέρασμα  ότι  το  προαναφερθέν  «αποτελεσματικό»  κόστος,  που  είναι  από  τα χαμηλότερα μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης, θα παραμείνει ουσιαστικά το ίδιο για τα επόμενα 13 περίπου έτη.

Το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού χρέους οφείλεται σε πιστωτές του επίσημου τομέα, δηλαδή κυρίως στους μηχανισμούς της ευρωζώνης και στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις (δάνεια πρώτου μνημονίου). Σε γράφημα του ΟΔΔΗΧ φαίνεται πώς έχει αντιστραφεί πλήρως, λόγω της κρίσης που άρχισε το 2010, η χρηματοδότηση της χώρας: ενώ το 2010 το μεγαλύτερο μέρος (84%) προερχόταν από την αγορά, σήμερα το 83% προέρχεται από τον επίσημο τομέα.

debt_official_sector

Το 2018, το Δημόσιο δημιούργησε μεγάλο «μαξιλάρι» ρευστότητας για την κάλυψη των αναγκών εξυπηρέτησης του χρέους μετά τη λήξη του μνημονίου. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα ταμειακά διαθέσιμα στο τέλος του 2018 εκτοξεύθηκαν από 948 εκατ. σε 26,819 δισ. ευρώ. Παράλληλα ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους αξιοποίησε με ρέπος πάνω από 75% των ταμειακών διαθεσίμων των φορέων του δημοσίου τομέα.

Ειδικότεα, κατά το 2018 συνεχίστηκε η αξιοποίηση και η βέλτιστη διαχείριση των ταμειακών διαθεσίμων των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης, μέσω εφαρμογής προγράμματος πράξεων διαχείρισης ταμειακής ρευστότητας υπό τη μορφή repo agreements, τις οποίες συνάπτει ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ).

Με το πρόγραμμα αυτό αξιοποιείται πλέον το 75% περίπου του συνόλου των ταμειακών διαθεσίμων των εν λόγω φορέων με πολύ αποτελεσματικό τρόπο, παρέχοντάς τους ανταγωνιστικές υψηλές αποδόσεις, επ’ ωφέλειά τους, διασφαλίζοντας αντίστοιχο όφελος ως προς το δημοσιονομικό αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης, με σωρευτικά θετικές επιπτώσεις για τη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους.

Οι μικτές χρηματοδοτικές ανάγκες του Κρατικού Προϋπολογισμού κατά το έτος 2018 (εξαιρουμένου του stock του βραχυπρόθεσμου χρέους εντόκων και repos) ανήλθαν στο ποσόν των €10.310 εκατ. και καλύφθηκαν:

  • Από δανεισμό ύψους €34.640εκατ.,
  • Έσοδα από αποκρατικοποιήσεις (πώληση μετοχών) €752 εκατ.
  • Έσοδα από χρηματοοικονομικές συναλλαγές €789 εκατ.

Τα ταμειακά διαθέσιμα διαμορφώθηκαν στο τέλος του 2018 στα €26.819 εκατ., έναντι €948 εκατ. που ήταν το τέλος του 2017, αυξήθηκαν δηλαδή κατά €25.871 εκατ.

Ειδικότερα, οι εκδόσεις χρέους €34.640 εκατ. αποτελούνται από:

  • Τα  μακροπρόθεσμα    δάνεια  του  Μηχανισμού  Στήριξης (ESM)  εντός  του  έτους  ανήλθαν  σε €21.700 εκατ.  με  μεσοσταθμικό κόστος 1,43%.
  • Έκδοση  νέου  7ετούς  ομολόγου  ονομαστικής  αξίας €3.000 εκατ.  σταθερού επιτοκίου  3,375%,  λήξεως  15-2-2025  και  απόδοσης  3,50%  με  τιμή  έκδοσης 99,236%, άρα ταμειακή εισροή 2.977 εκατ.
  • Από Ευρωπαϊκή τράπεζα Επενδύσεων €36 εκατ. με επιτόκιο 1,771%.
  • Από καθαρές εκδόσεις εντόκων γραμματίων €337 εκατ. διαμορφώνοντας το stock των   εντόκων  γραμματίων στο τέλος του 2018 στα  €15,280 εκατ.
  • Οι  μικτές εκδόσεις εντόκων γραμματίων 13 και 26 εβδομάδων κ 52 εβδομάδων για το 2018 ανήλθαν σε €35.005 εκατ.με μεσοσταθμικό κόστος δανεισμού 0,93%, ενώ οι λήξεις εντόκων εντός του έτους ήταν €34,669 εκατ.
  • Έκδοση  νέου βραχυχρόνιου χρέους repoo €9,590 εκατ., διαμορφώνοντας το stock των repo στο τέλος του 2018 στα €24,521 εκατ.
  • Η μεσοσταθμική  διάρκεια  του νέου δανεισμού για το 2018 διαμορφώθηκε στα 19,8 έτη ενώ το μεσοσταθμικό  κόστος του νέου δανεισμού –εκτός των συμφωνιών REPO- διαμορφώθηκε σε 1,39%.

Ο ΟΔΔΗΧ αναφέρεται με ευθύτητα, πάντως, στις δυσκολίες που εξακολουθεί να αντιμετωπίζει η οικονομία, σημειώνοντας ότι «οι εναπομένουσες δυσχέρειες στο εσωτερικό περιβάλλον συγκεντρώνονται γύρω από τη ρευστότητα της πραγματικής οικονομίας, τις πηγές και τις δυνατότητες χρηματοδότησής της.

Στην κατεύθυνση αντιμετώπισης των συναφών αδυναμιών κινείται η εξόφληση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του ελληνικού Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα και τα εργαλεία διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα (δευτερογενής αγορά δανείων, ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί, μηχανισμός εξωδικαστικού συμβιβασμού)».

ΣΧΕΤΙΚΑ