Οι ενεργειακές δυνατότητες της Ελλάδας και οι επενδύσεις
Την εκτίμηση ότι η Ελλάδα μπορεί να γίνει μία ακόμη μπαταρία για την Ευρώπη και να στηρίξει την ενεργειακή της ανεξαρτησία, διατύπωσε μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο γενικός διευθυντής της Ελληνικής Επιστημονικής Ένωσης Αιολικής Ενέργειας (ΕΛΕΤΑΕΝ), Παναγιώτης Παπασταματίου, προσθέτοντας ότι «για να πάμε σε Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας(ΑΠΕ) στη χώρα μας και να πετύχουμε τους στόχους του 2030, για 55% ΑΠΕ στον ηλεκτρισμό, απαιτούνται επενδύσεις ύψους 17 δισ. ευρώ».
Στο περιθώριο της σημερινής ημερίδας που διοργάνωσε στη Θεσσαλονίκη το Ελληνογερμανικό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο με θέμα "Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, Αποθήκευση Ενέργειας και Ενσωμάτωση στο Δίκτυο", ο κ. Παπασταματίου επισημαίνοντας ότι υπάρχει μια διεθνής διαδικασία για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και την οριστική απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα και ειδικά τον άνθρακα, σημείωσε "ότι σχεδόν οι μισές αναπτυγμένες χώρες της ΕΕ έχουν ανακοινώσει κάποιο χρονοδιάγραμμα απεξάρτησης".
Στον αντίποδα, «η Ελλάδα, όπως είπε, ακολουθεί μια πολιτική ήπιας προσαρμογής. Αυτή θα αποτύχει. Πρέπει η χώρα μας να πάει γρήγορα στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας. Αντ αυτού, εμείς, προσπαθούμε να διατηρήσουμε τους λιγνίτες, να τους δώσουμε ζωή και επιδοτήσεις. Αυτό όχι μόνο κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση έναντι αυτής που πρέπει να ακολουθήσουμε, αποτελεί ταυτόχρονα και μια αντιοικονομική πολιτική που θα τη δούμε στους λογαριασμούς του ηλεκτρικού μας ρεύματος» και πρόσθεσε:
«Πρέπει να κάνουμε δύο πράγματα. Πρώτα πρέπει να σταθούμε μαζικά στις ΑΠΕ και να τις συνδυάσουμε με την αποθήκευση. Ένα σύστημα ΑΠΕ και αποθήκευσης, μπορεί να οδηγήσει στην προοπτική του 2040 και 2050, σε 100% Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας και (δεύτερον) πλήρη απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα και τον άνθρακα που πρέπει να γίνει γρήγορα, ενώ ακολουθεί το φυσικό αέριο μεσοπρόθεσμα».
«Η πολιτική των ορυκτών καυσίμων είναι ακριβότερη» και ο γενικός διευθυντής της ΕΛΕΤΑΕΝ, εκτιμά ότι «οι επενδύσεις των περίπου 17 δισ. ευρώ που απαιτούνται για νέες εγκαταστάσεις ΑΠΕ και ηλεκτρικά δίκτυα ως το 2030 θα έχουν ένα πολλαπλασιαστικό αναπτυξιακό αποτύπωμα, πέραν του ότι θα διαθέτουμε φθηνότερη μορφή ενέργειας».
Οι λόγοι για τη στροφή σε ΑΠΕ είναι κατά τον ίδιο περιβαλλοντικοί, οικονομικοί (φθηνότερο ρεύμα) και αναπτυξιακοί (νέες θέσεις εργασίας), αλλά «υπάρχει και ο γεωστρατηγικός πυλώνας. Η Ελλάδα μπορεί να γίνει μια ακόμη "μπαταρία" της Ευρώπης και να στηρίξει την ενεργειακή ανεξαρτησία της...Ας ψάχνουμε για υδρογονάνθρακες τα επόμενα 10-20 χρόνια. Μπορεί και να υπάρχουν. Απλώς επισημαίνω ότι εδώ έχουμε μπροστά μας τον 100% επιβεβαιωμένο ενεργειακό πόρο, τον οποίο μπορούμε να αξιοποιήσουμε σήμερα, με την τεχνολογία που υπάρχει σήμερα, και με οικονομικό τρόπο σήμερα, και να τον εξάγουμε στην Ευρώπη».
Απαντώντας σε σχετική ερώτηση, ο κ. Παπασταματίου τόνισε ότι «ο στόχος των 17 δισ. ευρώ μέχρι το 2030 είναι εφικτός και ρεαλιστικός κι αυτό γιατί οι επενδύσεις στις ΑΠΕ είναι ασφαλείς επενδύσεις και επομένως ελκύουν χρηματοδοτήσεις και από τον τραπεζικό τομέα και από ιδιωτικά κεφάλαια». «Απόδειξη, είπε, αποτελεί το γεγονός ότι στην Ελλάδα της κρίσης, την περίοδο 2010-2018, οι επενδύσεις στις ΑΠΕ ανήλθαν στο ποσό των 7 δισ. ευρώ και αφορούσαν κυρίως αιολικά και φωτοβολταϊκά».
Η οικονομική κρίση στη χώρα μας έκανε τους επενδυτές να είναι πιο συγκρατημένοι και προσεκτικοί και να επενδύουν με μεγαλύτερη ασφάλεια, αναλαμβάνοντας μικρότερο ρίσκο. «Οι ΑΠΕ είναι μια σχετικά ασφαλής επένδυση. Οι τράπεζες παρά τα προβλήματά τους ποτέ δεν σταμάτησαν να χρηματοδοτούν επενδύσεις σε ΑΠΕ, ακόμη και τα έτη 2012 και 2015 και μάλιστα το 2011 και το 2016» ,σύμφωνα με τον Παπασταματίου, αποτέλεσαν χρονιές ρεκόρ σε νέες εγκαταστάσεις αιολικών πάρκων στην Ελλάδα και στα φωτοβολταϊκά οι χρονιές 2012 και 2013.
«Χρηματοδοτήσεις υπάρχουν. Αυτό που πρέπει να σκεφτόμαστε και να μας απασχολεί είναι τα θεσμικά εργαλεία που απαιτούνται, οι αλλαγές στην αδειοδότηση και το χωροταξικό που πρέπει να κάνουμε, έτσι ώστε να αξιοποιήσουμε όλα αυτά που μπορούμε», σημείωσε.
Ο κ. Παπασταματίου ανέφερε επίσης ότι «οι πολιτικές που θα πρέπει να υιοθετηθούν για την μετάβαση στις ΑΠΕ δεν είναι απαραίτητα συγκρουσιακές» επισημαίνοντας ενδεικτικά ότι «οι σταθμοί φυσικού αέριου χρειάζονται ως γέφυρα μέχρι να διεισδύσουν οι ΑΠΕ και επομένως καθίσταται σαφές ότι οι επενδύσεις που γίνονται σήμερα και λειτουργούν είναι απαραίτητες και πρέπει να είναι βιώσιμες».
Στην σημερινή ημερίδα που διοργάνωσε το Ελληνογερμανικό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο και έγινε στο πλαίσιο πρωτοβουλίας του Ομοσπονδιακού υπουργείου Οικονομίας και Ενέργειας της Γερμανίας, συμμετείχε επιχειρηματική αποστολή εκπροσώπων γερμανικών επιχειρήσεων και ειδικών σε θέματα ενέργειας.