«Στοπ» στη μεταφορά κερδών σε φορολογικούς παραδείσους
Σφίγγει ο κλοιός για τις εταιρείες που μεταφέρουν κέρδη σε χώρες με προνομιακό φορολογικό καθεστώς, όπως η Βουλγαρία ή η Κύπρος, μέσα από δηλώσεις εικονικών δαπανών στην εφορία, καθώς η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων ακολουθεί αυστηρή γραμμή στην εφαρμογή της νομοθεσίας και «ρίχνει» τις δαπάνες αυτής της μορφής, προχωρώντας στην επιβολή πρόσθετων φόρων.
Η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών (ΔΕΔ) της ΑΑΔΕ δημοσίευσε νέα απόφασή της, με την οποία απορρίπτει προσφυγή βορειοελλαδικής εταιρείας με μητρική εταιρεία στην Βουλγαρία, στην οποία είχαν καταλογισθεί από έλεγχο πρόσθετοι φόροι, λόγω της μη αναγνώρισης έκπτωσης δαπανών, οι οποίες κρίθηκε ότι έγιναν για να μεταφερθούν κέρδη εκτός χώρας και να φορολογηθούν με το χαμηλό συντελεστή της Βουλγαρίας (10%).
Όπως σημειώνεται, μεταξύ άλλων, στην απόφαση της ΔΕΔ,
- Η προσφεύγουσα ως υποκατάστημα αλλοδαπής εταιρίας φορολογείται στην Ελλάδα για τα κέρδη που προκύπτουν από την εγκατάσταση που αυτή διατηρεί εντός της Ελληνικής Επικράτειας. Ο έλεγχος προσδιορίζει τα αποτελέσματα των ελεγχόμενων ετών όπως προκύπτουν από τα λογιστικά αρχεία (βιβλία και στοιχεία) με την προσθήκη σε αυτά του ποσού των λογιστικών διαφορών, των δαπανών δηλαδή που δεν αναγνωρίζονται από τον διενεργηθέντα έλεγχο.
- Στον έλεγχο δαπανών που καταβλήθηκαν προς φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα που είναι φορολογικός κάτοικος σε κράτος μη συνεργάσιμο ή που υπόκειται σε προνομιακό φορολογικό καθεστώς, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 65 του Κ.Φ.Ε. και της ΑΥΟ ΠΟΛ.1173/2017, διαπιστώθηκε ότι κατά το φορολογικό έτος 2016 πραγματοποιήθηκαν συναλλαγές με νομικά πρόσωπα που είναι φορολογικοί κάτοικοι της Βουλγαρίας, η οποία συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν προνομιακό φορολογικό καθεστώς. Επρόκειτο για συναλλαγές που καταβλήθηκαν από την προσφεύγουσα προς τη μητρική εταιρία της προσφεύγουσας και είναι φορολογικός κάτοικος της Βουλγαρίας. Η ανωτέρω διαφορά προέκυψε από έκθεση μερικού ελέγχου προσδιορισμού Φόρου Εισοδήματος που συντάχθηκε κατόπιν του διενεργηθέντος ελέγχου . Παραστατικά συνολικής αξίας 4.606,30€ δεν αναγνωρίστηκαν για έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα και συνεπώς καταλογίστηκαν ως λογιστικές διαφορές, στη φορολογική περίοδο 1/1/2016-31/12/2016.
Η ΔΕΔ απέρριψε όλα τα επιχειρήματα που διατυπώθηκαν από την εταιρεία στην ενδικοφανή προσφυγή της, δηλαδή ότι:
- Ο έλεγχος για την απόρριψη των δαπανών, αρκείται απλά στην παρατήρηση ότι πρόκειται για μη συνήθεις συναλλαγές χωρίς ειδικότερα να αιτιολογεί ειδικά και εμπεριστατωμένα το λόγο που οδηγήθηκε σε αυτό το συμπέρασμα ή αν σε κάθε περίπτωση παραβιάστηκε κάποιος κανόνας δικαίου και ποιος.
- Υπάρχει παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης καθόσον στην συγκεκριμένη περίπτωση η προσφεύγουσα εταιρία έχει δικαίωμα να ενεργήσει με το συγκεκριμένο τρόπο βάσει τόσο του Βουλγαρικού, όσο και του Ελληνικού Δικαίου.
- Υπάρχει έλλειψη ουσιωδών στοιχείων και αιτιολογίας της προσβαλλόμενης πράξης.
Όπως σημειώνεται στην απόφαση της ΔΕΔ, «το φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα θεωρείται ότι υπόκειται σε προνομιακό φορολογικό καθεστώς σε κράτος εκτός της Ελλάδας, όταν η φορολογική κατοικία τους βρίσκεται σε οποιοδήποτε κράτος, ακόμη και σε κράτος - μέλος της Ευρωπαϊκής' Ένωσης, εάν σε αυτό το κράτος:
α) δεν υπόκειται σε φορολογία ή, εάν υπόκειται, δεν φορολογείται εν τοις πράγμασι, ή
β) υπόκειται σε φόρο επί των κερδών ή των εισοδημάτων ή του κεφαλαίου, "του οποίου ο συντελεστής είναι ίσος ή κατώτερος" από το πενήντα τοις εκατό (50%) του συντελεστή φορολογίας νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων που θα οφειλόταν σύμφωνα με τις διατάξεις της ελληνικής φορολογικής νομοθεσίας, εάν ήταν φορολογικός κάτοικος ή διατηρούσε μόνιμη εγκατάσταση κατά την έννοια του άρθρου 6 του Κ.Φ.Ε. στην Ελλάδα.
Οι δαπάνες που απορρίφθηκαν αφορούν μη συνήθεις συναλλαγές μεταξύ της προσφεύγουσας και της μητρικής αλλοδαπής εταιρίας, η οποία, όπως προκύπτει από το έγγραφο ανταλλαγής πληροφοριών με τις αρχές της Βουλγαρίας, δεν ασκεί ουσιαστική επιχειρηματική δραστηριότητα στην αλλοδαπή με την έννοια ότι δεν διαθέτει εγκαταστάσεις και προσωπικό.
Ο έλεγχος, αφού έλαβε υπόψη του ότι η Βουλγαρία εντάσσεται στις χώρες με προνομιακό καθεστώς, αλλά και το γεγονός ότι οι υπόψη συναλλαγές αφορούν σε μη συνήθεις συναλλαγές που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ συνδεδεμένων επιχειρήσεων, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το σύνολο των δαπανών που πραγματοποίησε η προσφεύγουσα αφορούν δαπάνες που καταβλήθηκαν προς νομικό πρόσωπο που είναι φορολογικός κάτοικος σε κράτος με προνομιακό καθεστώς (Βουλγαρία) και ως εκ τούτου δεν εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα της ελεγχόμενης στο φορολογικό έτος 2016.
Όσον αφορά τον τρόπο ελέγχου, που αμφισβητήθηκε από την προσφεύγουσα εταιρεία, η ΔΕΔ κρίνει ότι υπήρχε επαρκής αιτιολόγηση, ενώ υπενθυμίζει ότι έχει κριθεί νομολογικά με απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (2934/2017), ότι:
- «Το βάρος απόδειξης των πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν την αποδιδόμενη σε ορισμένο πρόσωπο φορολογική παράβαση, η οποία επισύρει την επιβολή σε βάρος του των διαφυγόντων φόρων και συναφών κυρώσεων, φέρει, κατ' αρχήν, το κράτος, ήτοι η φορολογική Διοίκηση.
- Ωστόσο, τούτο δεν έχει την έννοια ότι η φορολογική αρχή υποχρεούται να τεκμηριώσει την παράβαση με αδιάσειστα στοιχεία, που αποδεικνύουν άμεσα και με πλήρη βεβαιότητα την τέλεσή της. Πράγματι, μια τέτοια απαίτηση θα επέβαλε στη Διοίκηση ένα υπέρμετρο και συχνά αδύνατο να επωμισθεί βάρος, ασύμβατο με την ανάγκη ανεύρεσης δίκαιης ισορροπίας μεταξύ, αφενός, των προαναφερόμενων θεμελιωδών αρχών (και των θεμελιωδών δικαιωμάτων που αντλούν από αυτές οι φορολογούμενοι) και, αφετέρου, του επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος της πάταξης της φοροδιαφυγής, που από τη φύση της είναι συνήθως δυσχερώς εντοπίσιμη.
- Συγκεκριμένα, η αποτελεσματική αντιμετώπιση του φαινομένου της φοροδιαφυγής επιβάλλει να μην καθιστούν οι αρχές ή οι κανόνες που διέπουν το είδος και το βαθμό απόδειξης της ύπαρξής της αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την εφαρμογή της φορολογικής νομοθεσίας από τη Διοίκηση.
- Τούτων έπεται ότι η τέλεση φορολογικής παράβασης, που συνίσταται στην παράλειψη δήλωσης φορολογητέου εισοδήματος, και, περαιτέρω, η ύπαρξη αντίστοιχης φορολογητέας ύλης μπορεί να προκύπτει, κατά την αιτιολογημένη κρίση της αρμόδιας φορολογικής αρχής, όχι μόνο με βάση άμεσες αποδείξεις, αλλά και από έμμεσες αποδείξεις (άλλως, "τεκμήρια"), ήτοι από αντικειμενικές και συγκλίνουσες ενδείξεις οι οποίες, συνολικά θεωρούμενες και ελλείψει άλλης εύλογης και αρκούντως τεκμηριωμένης, ενόψει των συνθηκών, εξήγησης, που ευλόγως αναμένεται από τον φορολογούμενο, είναι ικανές να προσδώσουν στέρεη πραγματική βάση στο συμπέρασμα περί διάπραξης της αποδιδόμενης παράβασης. Τούτο δεν συνιστά αντιστροφή του βάρους απόδειξης, αλλά κανόνα που αφορά στη φύση και στον τρόπο εκτίμησης των αποδεικτικών στοιχείων».