Προεκλογικός εκτροχιασμός με αύξηση ελλείμματος 25%
Μεγάλη διεύρυνση του ταμειακού ελλείμματος του προϋπολογισμού καταγράφει η Τράπεζα της Ελλάδος το πεντάμηνο Ιανουαρίου – Μαΐου, επιβεβαιώνοντας το βαρύ δημοσιονομικό κόστος της προεκλογικής περιόδου, καθώς βασικός επιβαρυντικός παράγοντας ήταν η καταβολή της 13ης σύνταξης, που αποτέλεσε το ισχυρότερο πολιτικό «όπλο» της κυβέρνησης, ενόψει των ευρωεκλογών.
Τα ταμειακά στοιχεία της ΤτΕ, που δεν είναι ευθέως συγκρίσιμα με τα αντίστοιχα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών, δείχνουν ότι το έλλειμμα της κεντρικής διοίκησης εκτοξεύθηκε από 1,645 δισ. ευρώ την αντίστοιχη περυσινή περίοδο στα 2,069 δισ. ευρώ φέτος, σημειώνοντας μια αύξηση της τάξεως του 25%.
Τα έσοδα του τακτικού προϋπολογισμού σημείωσαν πολύ μικρή αύξηση, από 17,707 σε 17,749 δισ. ευρώ, δηλαδή ουσιαστικά έμειναν στάσιμα, επιβεβαιώνοντας τον κανόνα που λέει ότι σε προεκλογικές περιόδους ατονεί η είσπραξη των δημοσίων εσόδων.
Την ίδια στιγμή, όμως, η δαπάνες του τακτικού προϋπολογισμού έκαναν τη δική τους... προεκλογική εκτίναξη, περίπου κατά 10%, ή σχεδόν κατά 2 δισ. ευρώ και αυξήθηκαν από 19,515 σε 21,457 δισ. ευρώ.
Βάσει της μεθοδολογίας της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία καταγράφει στις δαπάνες και τις πληρωμές ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου, τις οποίες το υπ. Οικονομικών παρακολουθεί ξεχωριστά, ένα μέρος αυτής της αύξησης φαίνεται ότι προέρχεται από τις αυξημένες πληρωμές ληξιπρόθεσμων οφειλών.
Όμως, μεγάλο μέρος αυτής της διόγκωσης των δαπανών είναι βέβαιο ότι οφείλεται και στην εσπευσμένη πληρωμή της λεγόμενης 13ης σύνταξης (επίδομα σε συνταξιούχους, σύμφωνα με άλλο ορισμό), η οποία επιβάρυνε τον προϋπολογισμό τον Μάιο με ποσό 971 εκατ. ευρώ.
Τα στοιχεία του υπ. Οικονομικών, που διαφοροποιούνται στη μεθοδολογία απεικόνισης του δημοσιονομικού αποτελέσματος, έδωσαν μια εικόνα... θριάμβου στην εκτέλεση του προϋπολογισμού το πεντάμηνο του 2019, καθώς το πρωτογενές πλεόνασμα ήταν αυξημένο από 853 εκατ. ευρώ πέρυσι σε 918 εκατ. ευρώ φέτος και βρέθηκε σε πολύ μεγάλη απόσταση από το στόχο του προϋπολογισμού για πρωτογενές έλλειμμα 1,447 δισ. ευρώ.
Στην πραγματικότητα, ενώ ο στόχος φαίνεται να έχει υπερκαλυφθεί κατά 2,365 δισ. ευρώ, η πραγματική υπερκάλυψη είναι μόλις 318 εκατ. ευρώ, αν αφαιρεθούν τα έκτακτα έσοδα από τη σύμβαση παραχώρησης του αεροδρομίου «Ελευθέριος Βενιζέλος» και οι επιστροφές κερδών του Ευρωσυστήματος κεντρικών τραπεζών από ελληνικά ομόλογα (1,121 δισ. ευρώ και 644 εκατ. ευρώ, αντίστοιχα).
Αξίζει να σημειωθεί ότι η κυβέρνηση προχώρησε σε ασκήσεις λογιστικής ισορροπίας για να πληρώσει την 13η σύνταξη, καθώς η καταβολή της εξισορροπήθηκε με πίστωση 982 εκατ. ευρώ, που είχε μπει στην άκρη για να καταβληθούν εφάπαξ σε δημοσίους υπαλλήλους με βάση το νόμο 4575/2018, σε περίπτωση μη ολοκλήρωσης των πληρωμών εντός του 2018. Σύμφωνα με το υπ. Οικονομικών, οι πληρωμές που υλοποιήθηκαν έως και τον Μάιο του 2019 και αφορούν σε υπουργικές αποφάσεις εκδοθείσες το 2018, ήταν ύψους 325 εκατ. ευρώ, κάτι που έδωσε κάποιο «αέρα» για την πληρωμή της 13ης σύνταξης.
Υπενθυμίζεται ότι η Τράπεζα της Ελλάδος έχει έγκαιρα προειδοποιήσει για επερχόμενο δημοσιονομικό εκτροχιασμό, εκτιμώντας ότι το δημοσιονομικό κενό φέτος, έναντι του στόχου για πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ, θα είναι 0,6%, δηλαδή το πλεόνασμα εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί σε 2,9% του ΑΕΠ.
Όπως τονίζει η ΤτΕ στην επισκόπηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος που δημοσίευσε αυτή την εβδομάδα,
«Για το 2019, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος με βάση τα διαθέσιμα μέχρι σήμερα δημοσιονομικά στοιχεία και υπό την προϋπόθεση της πλήρους εκτέλεσης του σκέλους των δαπανών του προϋπολογισμού, προκύπτει δημοσιονομικό κενό ύψους 0,6% του ΑΕΠ.
Ειδικότερα, για το 2019 η πρόβλεψη της Τράπεζας της Ελλάδος με τα μέχρι τώρα διαθέσιμα στοιχεία είναι πρωτογενές πλεόνασμα 2,9% του ΑΕΠ έναντι στόχου 3,5% του ΑΕΠ (σε όρους ενισχυμένης εποπτείας).
Στην ίδια κατεύθυνση εξάλλου κινείται και η πρόβλεψη του ΟΟΣΑ για την Ελλάδα (...). Τα παραπάνω συμπεράσματα συμμερίζεται και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην τρίτη έκθεσή της στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας.
Το αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών στο τέλος Μαΐου του 2019 και η προσφυγή σε πρόωρες εθνικές εκλογές αμέσως μετά επέφεραν ραγδαία βελτίωση στο κόστος δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου. Η εδραίωση της εμπιστοσύνης των αγορών στις προοπτικές ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας θεωρείται ο πλέον κρίσιμος παράγοντας για τη διατηρήσιμη επάνοδο στην κανονικότητα.
Η διαφύλαξη του κύρους και της αξιοπιστίας της οικονομικής πολιτικής είναι μονόδρομος προς την κατεύθυνση αυτή. Για την ενίσχυση του σκοπού αυτού, απαραίτητη προϋπόθεση αποτελεί η διατήρηση των έως τώρα δημοσιονομικών επιτευγμάτων.
Υπό το πρίσμα αυτό, επιτακτική κρίνεται η ανάγκη αναδιάταξης του δημοσιονομικού μίγματος προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης της οικονομικής δραστηριότητας με διατηρήσιμα αποτελέσματα. Η ανακατανομή της δημόσιας δαπάνης προς εκείνες τις κατηγορίες που επιφέρουν μόνιμο αναπτυξιακό αποτέλεσμα, όπως είναι οι δημόσιες επενδύσεις, θεωρείται αναγκαία».