ΤτΕ: Εκτός στόχου και στο 2,9% το πλεόνασμα φέτος
Περί τα 1,1 δις «τρύπα» στο φετινό Προϋπολογισμό, «μετράει» η Τράπεζα της Ελλάδας, συμπλέοντας έτσι με τους Ευρωπαίους, που εκτιμούν ότι οι προεκλογικές παροχές και οι 120 δόσεις θα εκτροχιάσουν την οικονομία.
Μιλώντας στο «2nd InvestGR Forum 2019: Foreign Investments in Greece», ο Γιάννης Στουρνάρας ανέφερε ότι με τα έως τώρα δεδομένα η ΤτΕ εκτιμά ότι το φετινό πλεόνασμα θα διαμορφωθεί στο 2,9% αντί στόχου 3,5% κι αυτή η εκτίμηση έρχεται δύο 24ωρα πριν από το Eurogroup, όπου ο Ε. Τσακαλώτος αναμένεται να δεχθεί πιεστικές ερωτήσεις για τα επεκτακτικά μέτρα που υιοθέτησε η κυβέρνηση το Μάιο, χωρίς προσυνεννόηση με τους Θεσμούς.
Ο Διοικητής της ΤτΕ επανέλαβε, ωστόσο, τη θέση της Κεντρικής Τράπεζας ότι οι στόχοι των πλεονασμάτων θα πρέπει να μειωθούν, έτσι ώστε να ενισχυθεί η προοπτική της ανάπτυξης. «Η μείωση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα σε πιο ρεαλιστικό επίπεδο σε σχέση με το ισχύον 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022, εφόσον συνδυαστεί με περισσότερες μεταρρυθμίσεις και ιδιωτικοποιήσεις, δεν συνεπάγεται υψηλότερο Δημόσιο Χρέος αλλά πιθανότατα χαμηλότερο διότι, όταν το Χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι 180%, τότε 1% υψηλότερος ρυθμός ανάπτυξης (ο οποίος μπορεί να προκύψει εάν η μείωση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα επιτευχθεί με μείωση φόρων και εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, σε συνδυασμό με περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις και μεταρρυθμίσεις) ή/και 100 μονάδες βάσης χαμηλότερο κόστος δανεισμού (που έχει ήδη προκύψει σε σχέση με το σενάριο βάσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής), είναι 1,8 φορές πιο αποτελεσματικά για τη μείωση του Χρέους προς το ΑΕΠ από ότι μία ποσοστιαία μονάδα του ΑΕΠ πρωτογενές πλεόνασμα» ανέλυσε ο Γ. Στουρνάρας, παρατηρώντας ότι το πολύ κλίμα στις αγορές θα έχει διάρκεια εφόσον συνεχιστεί η συνετή οικονομική πολιτική.
Η Τράπεζα της Ελλάδας, αν και διατηρεί την πεποίθηση ότι το επιχειρηματικό περιβάλλον στην Ελλάδα δεν είναι ιδιαιτέρως φιλικό προς τις επενδύσεις, φαίνεται, πάντως, ότι «μετράει» μικρότερο επενδυτικό «κενό» από τα 100 δις ευρώ, άρα υπό προϋποθέσεις μπορεί να καλυφθεί ταχύτερα. Ειδικότερα, το καθαρό κεφαλαιακό απόθεμα της οικονομίας (σε σταθερές τιμές 2010) υποχώρησε κατά 67,4 δισεκ. ευρώ μεταξύ 2010-2016, με αποτέλεσμα να διαμορφωθεί σε 622,2 δισεκ. ευρώ το 2016. Οι κατοικίες αποτελούν πάνω από το 50% του κεφαλαιακού αποθέματος. Αφαιρώντας την επίδραση της πτώσης του κεφαλαιακού αποθέματος των κατοικιών, το οποίο υποχώρησε κατά 38,7 δισεκ. ευρώ την περίοδο 2010-2016, το παραγωγικό καθαρό απόθεμα της οικονομίας υποχώρησε κατά 28,7 δισεκ. ευρώ και διαμορφώθηκε σε 307,2 δισεκ. ευρώ το 2016.
Βάσει των εκτιμήσεων της Τράπεζας της Ελλάδος, για να φθάσει το καθαρό κεφαλαιακό απόθεμα την επόμενη δεκαετία στα επίπεδα του 2010, θα χρειαστεί μία αύξηση του ακαθάριστου σχηματισμού πάγιου κεφαλαίου σε σταθερές τιμές κατά περίπου 10% ετησίως μέχρι το 2029, εφόσον διατηρηθεί το υπάρχον μίγμα επενδύσεων. Αν εξαιρέσουμε τις επενδύσεις σε κατοικίες, τότε για να αποκατασταθεί το καθαρό κεφαλαιακό απόθεμα εκτός κατοικιών στα επίπεδα του 2010, θα χρειαστεί μία αύξηση του ακαθάριστου σχηματισμού πάγιου κεφαλαίου (πλην κατοικιών) κατά περίπου 5% ετησίως μέχρι το 2029. Εκτιμάται ότι ρυθμοί αύξησης των επενδύσεων της τάξης του 5% ετησίως για την επόμενη δεκαετία είναι μεν υψηλοί, αλλά εφικτοί για την ελληνική οικονομία με βάση την ιστορική εμπειρία, και εφ’ όσον βεβαίως υιοθετηθεί η κατάλληλη πολιτική.