Η Κομισιόν προειδοποιεί για δημοσιονομικό εκτροχιασμό

Φωτό: Shutterstock

Για δημοσιονομικό εκτροχιασμό λόγω του «πακέτου Τσίπρα», που παρουσιάσθηκε στις 15 Μαΐου, προειδοποιεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αποφεύγοντας πάντως να προχωρήσει τώρα σε εκτίμηση των πιθανών αποκλίσεων από το στόχο για πρωτογενές πλέονασμα ίσο με 3,5% του ΑΕΠ. Η αξιολόγηση της συμμόρφωσης της Ελλάδας με τους στόχους θα γίνει το φθινόπωρο, αναφέρει η Κομισιόν στην τρίτη έκθεση μεταμνημονιακής επιτήρησης της ελληνικής οικονομίας.

Σημειώνεται ότι η Κομισιόν έχει το δικαίωμα, βάσει των ευρωπαϊκών κανόνων, να ζητήσει μέτρα διόρθωσης του ελλείμματος του προϋπολογισμού, όταν προβλέπει ότι θα υπάρξουν αποκλίσεις, ενώ το Eurogroup έχει την πρόσθετη δυνατότητα, στην περίπτωση της Ελλάδας, να αναστείλει την εφαρμογή συμφωνημένων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους (επιστροφή κερδών κεντρικών τραπεζών από ελληνικά ομόλογα κ.α.), εάν δεν υπάρξει συμμόρφωση.

Στο κεφάλαιο της έκθεσης όπου εξετάζονται τα θέματα της δημοσιονομικής πολιτικής, η Κομισιόν τονίζει ότι ο στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα υπερκαλύφθηκε το 2018, καθώς αυτό ανήλθε σε 4,3% και θα ήταν ακόμη υψηλότερο αν δεν αξιοποιούσε η κυβέρνηση το δημοσιονομικό χώρο για να καλύψει απρόβλεπτες υποχρεώσεις από μια δικαστική απόφαση και για να καταβάλει το λεγόμενο «κοινωνικό μέρισμα».

Η επίτευξη του υπερπλεονάσματος, εξηγεί η Επιτροπή, ήταν αποτέλεσμα της συνεχιζόμενης υποεκτέλεσης στο σκέλος των δαπανών του προϋπολογισμού και, κυρίως, στις δαπάνες του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων. Όπως τονίζεται, επί σειρά ετών τίθενται στόχοι για τις δημόσιες επενδύσεις που υπερβαίνουν τη δυνατότητα των φορέων του δημοσίου να εκτελέσουν τα αντίστοιχα επενδυτικά προγράμματα.

Στις εαρινές της προβλέψεις, που έγιναν πριν δημοσιοποιηθούν οι αποφάσεις της ελληνικής κυβέρνησης για νέες παροχές και ελαφρύνσεις, η Κομισιόν σημειώνει ότι εκτιμούσε πως το πλεόνασμα του 2019 θα είναι 3,6% του ΑΕΠ, ενώ η κυβέρνηση εκτιμά ότι θα φθάσει το 4,1%. Ήδη, δηλαδή, πριν ανακοινωθούν οι παροχές, η Επιτροπή εκτιμούσε ότι δεν υπήρχε ο απαιτούμενος δημοσιονομικός χώρος, καθώς υιοθετεί ένα λιγότερο ευνοϊκό μακροοικονομικό σενάριο από αυτό που έχουν υιοθετήσει οι ελληνικές αρχές.

Στο πλαίσιο του Προγράμματος Σταθερότητας, σημειώνει η Επιτροπή, οι ελληνικές αρχές ανακοίνωσαν την πρόθεσή τους να μην εφαρμόσουν τα προνομεθετημένα μέτρα για το αφορολόγητο όριο, που επρόκειτο να τεθούν σε εφαρμογή τον Ιανουάριο του 2020. Αυτό σημαίνει, τονίζεται στην έκθεση, ότι δεν θα εφαρμοσθούν μέτρα που διευρύνουν την φορολογική βάση και δημιουργούν δημοσιονομικό χώρο 1% του ΑΕΠ για φορολογικά μέτρα που θα τονώσουν την ανάπτυξη.

Το «πακέτο Τσίπρα» της 15ης Μαΐου, τονίζει η Επιτροπή, θα έχει, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ευρωπαϊκών θεσμών δημοσιονομικό κόστος που θα υπερβεί το 1% του ΑΕΠ από το 2019 και μετά. Σύμφωνα με τις προκαταρκτικές εκτιμήσεις που είχαν διαρρεύσει νωρίτερα από τις Βρυξέλλες, αλλά δεν έχουν περιληφθεί στην έκθεση, το πλεόνασμα του 2019 θα πέσει στο 2,5% και του 2020 στο 2%, δηλαδή για τη διετία εκτιμάται ότι υπάρχει ένα δημοσιονομικό κενό 2,5 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ, που αντιστοιχούν σε 4,7 δισ. ευρώ.

Χωρίς να δημοσιοποιήσει αναθεωρημένες εκτιμήσεις, η Επιτροπή αναφέρει στην έκθεσή της ότι «οι προβλέψεις των ευρωπαϊκών θεσμών δείχνουν ότι η υιοθέτηση των δημοσιονομικών μέτρων της 15ης Μαΐου θέτει σε κίνδυνο την εκπλήρωση του συμφωνημένου στόχου για πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ από το 2019 και μετά. Το μέγεθος της απόκλισης θα εξαρτηθεί από το βαθμό συμμετοχής στο νέο πρόγραμμα εξόφλησης οφειλών σε δόσεις και από την επίδραση του νέου προγράμματος στην εφαρμογή των ήδη ισχυόντων. Επιπλέον, τα μέτρα εγείρουν ανησυχίες για την επίτευξη των μεσοπρόθεσμων δημοσιονομικών στόχων σε διαρθρωτικούς όρους το 2020».

Η Κομισιόν δεν έχει μόνο ενστάσεις για την ποσοτική επίδραση των μέτρων στα δημοσιονομικά, αλλά και για την ποιότητά τους, καθώς, όπως σημειώνει, στόχος είναι να γίνει η δημοσιονομική πολιτική πιο φιλική στην ανάπτυξη και να κατευθυνθεί μεγαλύτερο μέρος των κοινωνικών δαπανών σε όσους αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο κίνδυνο φτώχειας.

Αυτοί οι κεντρικοί στόχοι αφήνεται να εννοηθεί ότι δεν επιτυγχάνονται με τα νέα μέτρα. Για παράδειγμα, όπως σημειώνεται, είναι πολύ περιορισμένες οι πρόνοιες στο νέο πλαίσιο για τις 120 δόσεις βάσει των οποίων θα εκτιμηθεί η δυνατότητα των οφειλετών να πληρώσουν, σε αντίθεση με το μόνιμο σχέδιο εξόφλησης σε 12 δόσεις του 2013, το οποίο περιλαμβάνει πολύ αυστηρά κριτήρια ένταξης των οφειλετών στη ρύθμιση.

Τα μέτρα για τη μείωση του ΦΠΑ σε επιμέρους κατηγορίες, ενώ διατηρείται στο 24% ο κεντρικός συντελεστής, επικρίνεται από την Κομσιιόν μέτρο που θα αυξήσει το κενό στην είσπραξη του ΦΠΑ, το οποίο είναι το δεύτερο μεγαλύτερο στην Ευρώπη. Δηλαδή, ότι θα αυξηθεί περαιτέρω η διαφορά ανάμεσα στα έσοδα που θα έπρεπε να έχει το Δημόσιο από τον ΦΠΑ και στο ύψος των εσόδων που πραγματικά εισπράττονται. Με άλλα λόγια, τα νέα μέτρα εκφράζονται φόβοι ότι θα ενισχύσουν την φοροδιαφυγή.

Η 13η σύνταξη και η χαλάρωση των κριτηρίων για τις συντάξεις χηρείας, υπογραμμίζει η Κομισιόν, εν μέρει αλλάζουν μέτρα που συμφωνήθηκαν το 2012 και το 2016, αντίστοιχα, και οδηγούν σε αύξηση της συνταξιοδιοτικής δαπάνης, που είναι ήδη η υψηλότερη της Ευρώπης, ως ποσοστό του ΑΕΠ.

Συνολικά, τονίζει η Κομισιόν, η 13η σύνταξη και οι μειώσεις στον ΦΠΑ είναι μέτρα που στοχεύουν στην αύξηση της κατανάλωσης και αναλώνουν δημοσιονομικό χώρο που είχε συμφωνηθεί να αξιοποιηθεί για μέτρα που υποστηρίζουν την ανάκαμψη, όπως οι μειώσεις φόρων στην εργασία και στις επιχειρήσεις.

Σχετικά με τα μέτρα που ανακοινώθηκαν για να τεθούν σε ισχύ το 2020, η Κομισιόν αναφέρει ότι δεν τα αξιολογεί προς το παρόν, αλλά θα το κάνει το φθινόπωρο, όταν θα υπάρχει η πλήρης εικόνα για αυτά τα μέτρα, που αφορούν σε μειώσεις φορολογικών συντελεστών.

Όσον αφορά την πρόθεση της κυβέρνησης να συζητήσει εκ νέου το στόχο για το πλεόνασμα του 3,5%, ο οποίος προβλέπεται στη συμφωνία του Ιουνίου 2018, η Κομισιόν αποφεύγει να την αξιολογήσει, τονίζοντας ότι θα πρέπει να συζητηθεί από το Eurogroup στη βάση μιας νέας ανάλυσης για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, προφανώς επειδή η μείωση του δημοσιονομικού στόχου προϋποθέτει αντίστοιχα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους από τους Ευρωπαίους.

Η Κομισιόν υπογραμμίζει ότι αποτελούν δημοσιονομικούς κινδύνους οι αναμενόμενες δικαστικές αποφάσεις για μισθούς, συντάξεις και αναδρομικά, ενώ υπάρχουν ρίσκα και από τη χαλάρωση των κανόνων του ενιαίου μισθολογίου στο Δημόσιο, όπως συνέβη ήδη στην περίπτωση ορισμένων αξιωματούχων του υπ. Οικονομικών, οι οποίοι εξαιρέθηκαν από το ενιαίο μισθολόγιο. Έκτοτε, τονίζει η Κομισιόν, οι εξαιρέσεις έχουν επεκταθεί και σε άλλες κατηγορίες υπαλλήλων δημοσίων οργανισμών, κάτι που αυξάνει τον κίνδυνο να διεκδικήσουν και άλλοι υπάλληλοι με δικαστικές προσφυγές να εξαιρεθούν επίσης από το ενιαίο μισθολόγιο.

ΣΧΕΤΙΚΑ