Τα καύσιμα «νέας» τεχνολογίας πονοκεφαλιάζουν την ναυτιλία
Η διαθεσιμότητα και η ασφαλής χρήση των ναυτιλιακών καυσίμων χαμηλής περιεκτικότητας σε θείο, η χρήση των οποίων καθίσταται υποχρεωτική από την ποντοπόρο ναυτιλία, αρχής γενομένης από την 1η Ιανουαρίου του 2020, εξακολουθούν να αποτελούν εστίες προβληματισμού για τον κλάδο, ιδίως αν συνεκτιμηθεί ότι το πρόσθετο κόστος για την παγκόσμια ναυτιλία υπολογίζεται σε περίπου 50 δισ. δολάρια. Αυτός είναι ο «λογαριασμός» που θα κληθούν να πληρώσουν οι εφοπλιστές ανά τον κόσμο, από την υποχρεωτική χρήση των κατά τεκμήριο ακριβότερων καυσίμων, τα οποία εξακολουθούν να είναι δεσεύρετα σε αρκετές περιοχές, σχεδόν έξι μήνες πριν την έναρξη εφαρμογής της σχετικής νομοθεσίας.
Σε πρόσφατες δηλώσεις του, με αφορμή την χθεσινή 30η Ετήσια Συνάντηση του Ναυτιλιακού Επιμελητηρίου της Κύπρου, ο πρόεδρος του Διεθνούς Ναυτιλιακού Επιμελητηρίου (International Chamber of Shipping), κ. Έσμπερ Πόουλσον σημείωσε ότι το κόστος των 50 δις ευρώ στην λειτουργία του παγκόσμιου στόλου, μόνο ευκαταφρόνητο δεν είναι, ιδίως μάλιστα από την στιγμή που εξακολουθούν να εγείρονται σοβαρές ανησυχίες σε ό,τι αφορά την ευρεία διαθεσιμότητα κατάλληλων προς χρήση καυσίμων. «Τη στιγμή που οι πλοιοκτήτες θα πρέπει να ξεκινήσουν τις πρώτες παραγγελίες τους για την προμήθεια των νέων καυσίμων, ουδείς μπορεί να μας ενημερώσει για το ποιο θα είναι το ακριβές κόστος των νόμιμων καυσίμων με χαμηλή περιεκτικότητα σε θείο, ώστε να γίνει ο κατάλληλος προϋπολογισμός του κόστους», σημείωσε χαρακτηριστικά. Προσέθεσε δε ότι οι τιμές θα είναι σίγουρα πολύ πιο ακριβές από το σημερινό κόστος που πληρώνουν οι πλοιοκτήτες και με σημαντική διακύμανση από περιοχή σε περιοχή κι από λιμάνι σε λιμάνι.
Οι ανησυχίες της παγκόσμιας ναυτιλιακής κοινότητας καθίστανται ακόμα εντονότερες, αν ληφθεί υπόψη και το γενικότερο περιβάλλον, καθώς ελλοχεύει ο κίνδυνος να ξεσπάσει ένας καθολικός εμπορικός πόλεμος μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ, που θα έχει αρνητική επίδραση στην ζήτηση για θαλάσσιες μεταφορές κάθε είδους. Μια τέτοια εξέλιξη θα επαναφέρει τους ναύλους σε μη βιώσιμο επίπεδο, πλήττοντας τα έσοδα των ναυτιλιακών εταιρειών, τη στιγμή ακριβώς που καλούνται να ανταπεξέλθουν σε υψηλότερα λειτουργικά έξοδα, λόγω του κόστους των νέων καυσίμων εν όψει του 2020.
Ένα ακόμα ζήτημα που θα πρέπει να αντιμετωπιστεί επαρκώς είναι αυτό της εφαρμογής των νέων κανόνων και της αστυνόμευσής τους, ώστε να διασφαλιστεί η ισονομία μεταξύ των εταιρειών και να αποφευχθούν κρούσματα αθέμιτου ανταγωνισμού. Για το θέμα αυτό τοποθετήθηκε πριν από λίγες ημέρες και η Ένωση Ελλήνων Εφοπλιστών (ΕΕΕ), σχολιάζοντας τις συζητήσεις που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της Επιτροπής Προστασίας Θαλάσσιου Περιβάλλοντος (MEPC 74) του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (ΙΜΟ), των Ηνωμένων Εθνών. Η συνεδρίαση της MEPC 74 σημείωσε πρόοδο ως προς την καθιέρωση ενός συστήματος συλλογής δεδομένων και μηχανισμού πληροφόρησης για την ποιότητα και τη διαθεσιμότητα των νέων ναυτιλιακών καυσίμων, υιοθέτησε το αναθεωρημένο έντυπο για τη μη διαθεσιμότητα συμμορφούμενου καυσίμου (FONAR) λαμβάνοντας υπόψη επιχειρησιακά κωλύματα και ζητήματα ασφάλειας και εξέτασε μια ρεαλιστική προσέγγιση από τα Κράτη Λιμένα και Σημαίας περιπτώσεων μη συμμόρφωσης πλοίων λόγω αιτιών εκτός ελέγχου τους.
«Είμαστε πολύ ικανοποιημένοι που βλέπουμε ότι ο Διεθνής Ναυτιλιακός Οργανισμός σημειώνει πρόοδο όσον αφορά την αντιμετώπιση σημαντικών και απρόβλεπτων προβλημάτων σε σχέση με το παγκόσμιο ανώτατο όριο θείου 0,5%, λίγους μήνες πριν από την έναρξη της εφαρμογής του και την επιβολή της νομοθεσίας», σχολίασε ο Πρόεδρος της ΕΕΕ, κ. Θεόδωρος Βενιάμης. «Παρόλο που εξακολουθούν να υφίστανται δυσανάλογες ευθύνες στους πλοιοκτήτες και διαχειριστές πλοίων, έχουμε τουλάχιστον τώρα στη διάθεσή μας κάποια χρήσιμα εργαλεία, τα οποία ελπίζουμε ότι θα βοηθήσουν στην επίτευξη μιας ομαλότερης διαδικασίας εφαρμογής», προσέθεσε. «Θα πρέπει να επιδοκιμασθεί ιδιαίτερα η στάση του ΙΜΟ να προτάξει την ασφάλεια και το περιβάλλον έναντι της τυπικής συμμόρφωσης και των εμπορικών κριτηρίων σε αυτά τα κρίσιμα θέματα για τη ναυτιλία, για το διεθνές εμπόριο και για ένα βιώσιμο περιβάλλον, εξασφαλίζοντας ότι οι όποιες αβεβαιότητες και αστοχίες του νέου καθεστώτος δεν θα αποτελέσουν αφορμή για στρέβλωση του ανταγωνισμού», κατέληξε ο κ. Βενιάμης.