Alpha Bank: Αναγκαίο ένα φιλικότερο επενδυτικό κλίμα
Η επιστροφή της οικονομίας σε έναν υψηλό και διατηρήσιμο ρυθμό ανάπτυξης προϋποθέτει, εκτός των άλλων και την ενίσχυση του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου, ώστε να επανέλθουν οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ στο προ κρίσης επίπεδό τους, αναφέρει η Alpha Bank στο εβδομαδιαίο δελτίο της.
Η μείωση των συντελεστών του φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) στην εστίαση και την ενέργεια που ανακοίνωσε την προηγούμενη εβδομάδα το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης μεταξύ των μέτρων άμεσης εφαρμογής, συνιστά ένα πρώτο βήμα τόνωσης της ιδιωτικής κατανάλωσης και της οικονομικής δραστηριότητας, καθώς η ελάττωση της έμμεσης φορολογίας στα προϊόντα των συγκεκριμένων κλάδων, μπορεί να ανακουφίσει σημαντικά τα νοικοκυριά και να ενδυναμώσει τη ζήτηση για τις ελληνικές επιχειρήσεις.
Ωστόσο, η αναζωπύρωση της επενδυτικής δαπάνης και η δημιουργία νέων θέσεων πλήρους απασχόλησης προϋποθέτει ανάμεσα στα άλλα και τον περιορισμό της φορολογίας των εταιρικών κερδών, καθώς και τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, έτσι ώστε να συμπιεσθεί το μη μισθολογικό κόστος των επιχειρήσεων, το οποίο λειτουργεί αποτρεπτικά για την ανάληψη επενδυτικών σχεδίων.
Η επενδυτική δαπάνη κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης έχει συρρικνωθεί σημαντικά, φθάνοντας κατά μέσο όρο στο 12,4% του ΑΕΠ την περίοδο 2011-2018, από 24% κατά την περίοδο 2003-2007.
Θετική εξέλιξη, ωστόσο, αποτελεί η άνοδος της επενδυτικής δαπάνης για κατοικίες το 2018, για πρώτη φορά από το 2007 (+17,2%). Επιπλέον, σύμφωνα με τις εαρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που δημοσιεύθηκαν την προηγούμενη εβδομάδα, εκτιμάται ότι το 2019 οι συνολικές επενδύσεις στη χώρα θα ανακάμψουν, με ετήσιο ρυθμό μεταβολής +10,1%.
Η Alpha Bank υπενθυμίζει πως είχε εκτιμηθεί ότι το επενδυτικό έλλειμμα που συσσωρεύθηκε κατά τη διάρκεια της ύφεσης προσεγγίζει τα 77 δισ. ευρώ, ποσό το οποίο απαιτεί πολλαπλές πηγές χρηματοδότησης για να καλυφθεί, όπως είχε επισημανθεί, καθώς και την ενεργοποίηση επενδύσεων από κλάδους που θα μπορούσαν να αποτελέσουν το βασικό όχημα ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας. Στο πλαίσιο αυτό, είναι κρίσιμος ο ρόλος ενός φιλικότερου επιχειρηματικού περιβάλλοντος και αποτελεσματικότερων θεσμών διακυβέρνησης, προκειμένου να τονωθούν οι ζωτικής σημασίας επενδύσεις για την επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης σε μεσο-μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Άλλωστε, η πτώση της παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας δεν αντανακλά μόνο την επίδραση του οικονομικού κύκλου, αλλά και τις τεχνολογικές εξελίξεις, καθώς και ποικίλους διαρθωτικούς παράγοντες, όπως είναι το θεσμικό πλαίσιο και οι συνθήκες στο «επιχειρείν». Η δημιουργία ενός φιλικότερου περιβάλλοντος που διευκολύνει την επιχειρηματικότητα μέσα από τις κατάλληλες φορολογικές και θεσμικές ρυθμίσεις είναι απαραίτητη προϋπόθεση για: (α) την προσέλκυση εγχώριων και ξένων επενδύσεων, (β) την ανάπτυξη υγιούς ανταγωνισμού μέσα από τη δημιουργία νέων και την επέκταση των υπαρχουσών επιχειρήσεων, (γ) τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας που θα λειτουργήσουν καταλυτικά στην επιστροφή του ανθρώπινου δυναμικού υψηλής εξειδίκευσης από το εξωτερικό (brain regain) και κατ’ επέκταση (δ) την ενδυνάμωση της παραγωγικότητας των συντελεστών παραγωγής.
Η περίοδος της ύφεσης στην Ελλάδα κατέδειξε την ανάγκη μετασχηματισμού του αναπτυξιακού προτύπου της χώρας, το οποίο πριν την κρίση στηριζόταν εν πολλοίς στην εγχώρια κατανάλωση και τις εισαγωγές.
Η παρατεταμένη ύφεση της ελληνικής οικονομίας και η εφαρμογή των προγραμμάτων προσαρμογής ανέδειξε την ανάγκη βελτίωσης της εξωστρέφειας των ελληνικών επιχειρήσεων και την προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων. Σχετικές έρευνες, άλλωστε, τονίζουν τη σημασία της δημιουργίας ενός φιλικότερου επιχειρηματικού περιβάλλοντος, το οποίο θα τονώσει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και τις επενδύσεις.
Η Ελλάδα, με βάση το γενικό δείκτη «ευκολία άσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητος», κατετάγη το 2018 στην 72η θέση μεταξύ 190 χωρών. Παρά την υποχώρηση κατά 5 θέσεις σε σύγκριση με το 2017, η πρόοδος που έχει επιτευχθεί σε σχέση με το 2010 είναι αξιοσημείωτη, καθώς η χώρα ανήλθε από τότε κατά 37 θέσεις (2010: 109η θέση σε σύνολο 183 χωρών).
Η σημαντική αυτή πρόοδος αποδίδεται στην υλοποίηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στο πλαίσιο των προγραμμάτων προσαρμογής, οι οποίες σε συνδυασμό με τη συμπίεση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος - μέσω της πολιτικής «εσωτερικής υποτίμησης» - συνέβαλαν στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Επιπροσθέτως, το επιχειρηματικό περιβάλλον ενισχύθηκε μέσα από σημαντικές νομοθετικές μεταρρυθμίσεις που πραγματοποιήθηκαν για τη μείωση των εμποδίων στον ανταγωνισμό, τον εξορθολογισμό των διοικητικών διαδικασιών για την έναρξη μιας επιχείρησης και τη βελτίωση του θεσμικού πλαισίου των νομοθετικά κατοχυρωμένων επαγγελμάτων.
Οι μεταρρυθμίσεις που υλοποιήθηκαν είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση του κόστους έναρξης μιας νέας επιχείρησης, ενώ οι διαδικασίες εγγραφής νέων εταιρειών έχουν απλοποιηθεί και ψηφιοποιηθεί. Ως αποτέλεσμα, το 2018 τα στάδια για την έναρξη μιας επιχείρησης περιορίστηκαν στα 4 (από 15 το 2010), ενώ ο χρόνος για την έναρξη μιας επιχείρησης μειώθηκε στις 12,5 ημέρες (από 19 το 2010), με το ελάχιστο απαιτούμενο κεφάλαιο να είναι μηδενικό.