Κυβερνητικές ακροβασίες με τις προεκλογικές παροχές
Τελικά φαίνεται ότι τα παθήματα δεν έχουν γίνει μαθήματα και, κάπως έτσι, η κυβέρνηση πασχίζει να επιβεβαιώσει τους διεθνείς Οργανισμούς, τους αναλυτές και τους Ευρωπαίους, οι οποίοι έχουν εκδηλώσει προ πολλού την ανησυχία τους για τις δημοσιονομικές αρρυθμίες, που μπορεί να προκαλέσει η παρατεταμένη προεκλογική περίοδος.
Ξεκινώντας αντίστροφα, το προσχέδιο του κρίσιμου προϋπολογισμού για το 2020 θα κατατεθεί στη Βουλή την πρώτη Δευτέρα του Οκτωβρίου, δηλαδή στις 7 του μήνα. Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι ο υπουργός Οικονομικών, που θα το φέρει στη Βουλή, δεν θα είναι ο Ε. Τσακαλώτος καθώς θα έχουν προηγηθεί οι εθνικές εκλογές. Αυτό συνεπάγεται ότι το παιχνίδι με τις παροχές και τις ελαφρύνσεις, που «άνοιξε» επισήμως ο Πρωθυπουργός με τη συνέντευξη του, ξεκινά άμεσα και με αφορμή το Μεσοπρόθεσμο, το οποίο θα πρέπει να ψηφιστεί ως τις αρχές Ιουνίου. Και κάπου εδώ αρχίζουν τα… ακροβατικά.
Η αιχμή του δόρατος των εξαγγελιών είναι η διατήρηση του αφορολογήτου στα σημερινά επίπεδα. Αυτό σημαίνει, όμως, ότι το υπουργείο Οικονομικών θα πρέπει να εξασφαλίσει 1,920 δις ευρώ από άλλους κωδικούς του Προϋπολογισμού, αλλά και να διασφαλίσει άλλα 100 εκατ. ευρώ για το 2021, αφού η εγγραφή του μέτρου στο περσινό Μεσοπρόθεσμο εξασφαλίζει 2,058 δις. Η πρώτη λογική εναλλακτική είναι να καταργηθούν παράλληλα τα επίσης ψηφισμένα φορολογικά αντίμετρα, ωστόσο το μήνυμα που εκπέμπει η κυβέρνηση είναι ότι θέλει να συμπεριλάβει και αυτά στις προεκλογικές εξαγγελίες!
Ειδικότερα, σε ένα… μασάζ προς τη μεσαία τάξη, που σήκωσε υπέρμετρα βάρη στη διάρκεια του 3ου Μνημονίου και συνέβαλε τα μέγιστα στο «χτίσιμο» των θηριωδών υπερπλεονασμάτων, η κυβέρνηση θα ψάξει να «χωρέσει» στον προεκλογικό της σχεδιασμό τη μείωση του πρώτου συντελεστή της φορολογικής κλίμακας στο 20% από 22%, όπως επίσης την κατάργηση της έκτακτης εισφοράς για εισοδήματα ως 30.000 ευρώ. Ποιο είναι το πρόβλημα; Το δημοσιονομικό κόστος της πρώτης παρέμβασης υπολογίζεται σε 877 εκατ. ευρώ και της δεύτερης σε 368 εκατ. ευρώ.
Στα παραπάνω, θα πρέπει να προσθέσει κανείς την προγραμματισμένη δεύτερη φάση μείωσης του ΕΝΦΙΑ, με κόστος περί τα 200 εκατ. ευρώ, όπως επίσης την ήδη ψηφισμένη μείωση του φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων κατά 1 ποσοστιαία μονάδα με κόστος γύρω στα 140 εκατ. ευρώ. Και το ερώτημα, που εύλογα ανακύπτει, είναι: λεφτά υπάρχουν;
Σύμφωνα με το Μεσοπρόθεσμο που ψηφίστηκε το περσινό καλοκαίρι, το εκτιμώμενο πρωτογενές πλεόνασμα του 2020 είναι 8,183 δις ευρώ, δηλαδή 1,280 δις ευρώ πάνω από το στόχο του 3,5%. Αυτό σημαίνει πρακτικά, όμως, ότι αυτός ο δημοσιονομικός χώρος δεν είναι αρκετός ούτε καν για τη διατήρηση του αφορολογήτου στα σημερινά επίπεδα. Η δεύτερη ανάγνωση «τρέχει» στα επόμενα έτη και συγκεκριμένα στην πρόβλεψη για υπερπλεόνασμα 2,1 δισ. ευρώ το 2021 και 3,6 δισ. ευρώ το 2023, ενισχύοντας έτσι το σενάριο ότι η κυβέρνηση μπορεί να εξαγγείλει προεκλογικά όλες τις παραπάνω παροχές και φοροελαφρύνσεις, αλλά σε ορίζοντα 3ετίας.
Υπάρχουν, όμως, δύο… θεματάκια, που δυσκολεύουν την εξίσωση. Το πρώτο είναι ότι, από το περασμένο καλοκαίρι ως σήμερα, έχει αλλάξει μια βασική παραδοχή του μακροοικονομικού σχεδιασμού: η δυναμική του εγχώριου και του ευρωπαϊκού ΑΕΠ. Ήδη, η υστέρηση των περσινών ρυθμών ανάπτυξης «βαραίνει» στις φετινές προβλέψεις, ενώ οι αλλεπάλληλες αναθεωρήσεις επί τα χείρω των προβλέψεων για την ευρωζώνη δεν μπορεί παρά να σκιάσουν και τις εκτιμήσεις των θεσμών για την Ελλάδα.
Το δεύτερο… θεματάκι κοστίζει περί τα 11 δις ευρώ και δεν είναι άλλο από το δημοσιονομικό βάρος των επικείμενων δικαστικών αποφάσεων - αναδρομικά και ετήσια εφεξής επιβάρυνση - για τις περικοπές των συντάξεων και την κατάργηση των δώρων. Οι Ευρωπαίοι έχουν ζητήσει αναλυτικό πλάνο «απορρόφησης» αυτών των δαπανών, αλλά δεν έχουν λάβει απάντηση. Θα συναινέσουν άραγε στον προεκλογικό σχεδιασμό παροχών;