Στ. Πιτσιόρλας: Να ενισχυθεί η ελληνική κλωστοϋφαντουργία
Η ανάδειξη του βαμβακιού σε στρατηγική πρώτη ύλη για την ελληνική οικονομία και μεταποίηση τέθηκε ως ένας από τους βασικούς στόχους στη συνεργασία που εγκαινίασαν σήμερα με πρωτοβουλία του αναπληρωτή υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης Στέργιου Πιτσιόρλα, όλοι οι φορείς του τομέα κλωστοϋφαντουργίας και ένδυσης. «Για την ελληνική οικονομία ο τομέας της κλωστοϋφαντουργίας αποτελεί αλυσίδα αξίας και θα πρέπει ως τέτοια να την ενισχύσουμε διαμορφώνοντας μια στρατηγική που θα περιλαμβάνει από την πρώτη ύλη μέχρι το τελικό προϊόν» ανέφερε ο αναπληρωτής υπουργός στην έναρξη της συζήτησης.
Ο πρώτος άμεσος στόχος που τέθηκε στη διαδικασία της συνεργασίας με τους εμπλεκόμενους φορείς είναι ο σχεδιασμός μαζί με τους κλαδικούς συνδέσμους, ενός προγράμματος ενίσχυσης εστιασμένου στον κλάδο, με αξιοποίηση της εμπειρίας από αντίστοιχες δράσεις και προγράμματα. Στον σχεδιασμό θα συμμετέχουν τα υπουργεία Αγροτικής Ανάπτυξης και Ψηφιακής Πολιτικής για τις εφαρμογές της «έξυπνης» γεωργίας, καθώς και τα υπουργεία Παιδείας και Εργασίας.
Αυτή την περίοδο οργανώνεται στη γενική γραμματεία Βιομηχανίας του υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης η δημιουργία μιας δομής, η οποία δεν υπάρχει μέχρι σήμερα, που θα μπορεί να διαχειρίζεται τέτοια στοχευμένα προγράμματα ενίσχυσης για την αξιοποίηση όλων των χρηματοδοτικών εργαλείων.
Οι εξελίξεις πανευρωπαϊκά στον τομέα της ενέργειας, καθώς και ο στόχος της περιβαλλοντικά ουδέτερης οικονομίας, τέθηκαν στο επίκεντρο της συζήτησης. Η ανάγκη για μηδενικό αποτύπωμα άνθρακα θα έχει άμεσες επιπτώσεις στον τομέα της κλωστοϋφαντουργίας και ένδυσης, που θα πρέπει να προσαρμοστούν. «Πρέπει να οργανώσουμε συντονισμένα και αποτελεσματικά τη μετάβαση της ελληνικής κλωστοϋφαντουργίας και ένδυσης στις νέες συνθήκες σε όλο το εύρος της αλυσίδας παραγωγής» είπε ο κ. Πιτσιόρλας.
Όπως επισήμαναν οι συμμετέχοντες, οι ευρωπαϊκές εξελίξεις προσφέρουν την ίδια στιγμή μια σημαντική ευκαιρία στην ελληνική κλωστοϋφαντουργία, καθώς ο παράγοντας της βιωσιμότητας αποτελεί ήδη συγκριτικό πλεονέκτημα στις διεθνείς αγορές, διαμορφώνοντας τη ζήτηση.
Οι βιώσιμες καλλιεργητικές πρακτικές για το ελληνικό βαμβάκι είναι, όπως είπαν εκπρόσωποι του κλάδου, ήδη πιστοποιημένες. Αυτό που όλοι επισήμαναν όμως είναι η ανάγκη συντονισμένης προβολής στο εξωτερικό για την τόνωση του ελληνικού brand name στην κλωστοϋφαντουργία ώστε να μπορούν να προσεγγίσουν τις διεθνείς αγορές.
Η Διεπαγγελματική Οργάνωση Βάμβακος (ΔΟΒ) τρέχει ήδη μελέτη για τη βελτιστοποίηση της ποιότητας της πρώτης ύλης, καθώς και μελέτη προκειμένου να αναδειχθεί η ανωτερότητα της καλλιέργειας βάμβακος ως προς την εκπομπή διοξειδίου του άνθρακα σε σχέση με τις κορυφαίες αυτή τη στιγμή καλλιέργειες σε πέντε Περιφέρειες της χώρας.
Στη συζήτηση τέθηκαν επίσης θέματα σχετικά με την καθιέρωση ελληνικού σήματος στο βαμβάκι και κινήτρων σε σχέση με τους βασικούς μεγάλους ανταγωνιστές που είναι η Πορτογαλία, η Ιταλία, αλλά και η Τουρκία που δεν υπόκειται και στους περιορισμούς της ΕΕ στον τομέα των ενισχύσεων.
Στην συζήτηση ανοιχτού διαλόγου για τον κλάδο της κλωστοϋφαντουργίας, συμμετείχαν ο γενικός γραμματέας Βιομηχανίας Απόστολος Μακρυκώστας, εκπρόσωποι του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, της ΕΒΕΤΑΜ, του Συνδέσμου Κατασκευαστών Ετοίμων Ενδυμάτων (ΣΚΕΕ), του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Πλεκτικής & Ετοίμου Ενδύματος (ΣΕΠΕΕ), του Συνδέσμου Ελλήνων Βιομηχάνων Κλωστοϋφαντουργών (ΣΕΒΚ), της Ελληνικής Παραγωγής, καθώς και επιχειρήσεων του κλάδου. Επίσης, έλαβαν μέρος στη συζήτηση καθηγητές του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής στους τομείς της κλωστικής και της παραγωγής ενδύματος και του ΤΕΙ Σχεδιασμού Και Τεχνολογίας Ένδυσης.
Υπενθυμίζεται ότι σήμερα, ο κλάδος της κλωστοϋφαντουργίας συνεισφέρει κατά 12% στις ελληνικές εξαγωγές, που ανέρχονται σε 1,5 δισ. ευρώ, ενώ τα τελευταία χρόνια λόγω της κρίσης πολλές ελληνικές επιχειρήσεις μετέφεραν τις παραγωγικές δραστηριότητες σε γειτονικές χώρες. Το 90% της παραγωγής του κλάδου αντιστοιχεί σε εξαγωγές. Από το 1996, η ελληνική κλωστοϋφαντουργία εμφάνισε τάσεις συρρίκνωσης. Υπήρξε εποχή που τα προϊόντα του κλάδου αντιπροσώπευαν το 40% των εξαγωγών.