Η διάλυση του εισοδήματος της μεσαίας τάξης στην Ελλάδα
Με τα πιο μελανά χρώματα, δείχνει την εικόνα των μεσαίων εισοδημάτων η έρευνα του ΟΟΣΑ, καθώς καταγράφεται μεγάλη συρρίκνωση στις χώρες μέλη του Οργανισμού, με την Ελλάδα να βρίσκεται στις κορυφαίες θέσεις της λίστας.
Τα μεσαία εισοδήματα αυξήθηκαν ελάχιστα, τόσο σχετικά όσο και σε απόλυτους όρους στις περισσότερες χώρες του ΟΟΣΑ. Συνολικά, τα τελευταία 30 χρόνια, το διάμεσο εισόδημα αυξήθηκε κατά ένα τρίτο λιγότερο από το μέσο εισόδημα του πλουσιότερου 10%.
Στην Ελλάδα, τα εισοδήματα της μεσαίας τάξης για ένα μονοπρόσωπο νοικοκυριό κυμαίνονται από 7.894 έως 21.050 δολάρια και είναι τα χαμηλότερα μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών του ΟΟΣΑ. Επίσης, το διάμεσο εισόδημα στην Ελλάδα στα μέσα της δεκαετίας του 2010 ήταν σημαντικά χαμηλότερο από ότι το 2008, αφού ληφθεί υπόψη ο πληθωρισμός, με τη μείωση να ανέρχεται σε σχεδόν 6% ανά έτος.
Όπως σημειώνει η έκθεση, από το 2007 έως το 2015, το ποσοστό των νοικοκυριών που έπεσαν σε φτώχεια μέσα σε ένα έτος ήταν 2,1% κατά μέσο όρο, με τα ποσοστά να κυμαίνονται από λιγότερο από 1% στη Δανία, την Ολλανδία και τη Σλοβενία έως το 4% στην Αυστραλία, την Ελλάδα και τη Λετονία. Ωστόσο, τα νοικοκυριά με χαμηλότερο μεσαίο εισόδημα είναι σημαντικά πιο εκτεθειμένα στον κίνδυνο της φτώχειας.
Επίσης, τα νοικοκυριά με μεσαία εισοδήματα διατρέχουν μεγάλο κίνδυνο να διολισθήσουν στην κατώτερη εισοδηματική τάξη σε μεγαλύτερα του έτους χρονικά διαστήματα. Ένα στα δέκα από τα νοικοκυριά και ένα στα επτά από τα νοικοκυριά με χαμηλότερο μεσαίο εισόδημα υποχώρησαν στην κατώτερη εισοδηματική τάξη (κάτω από το 75% του διάμεσου εισοδήματος), κατά μέσο όρο μεταξύ του 2007 και του 2015. Ο κίνδυνος αυτός ήταν μεγαλύτερος στη Λετονία, την Εσθονία, τις ΗΠΑ, την Πορτογαλία, την Ισπανία και την Ελλάδα, όπου αφορούσε σε περισσότερα από το 20% των νοικοκυριών με χαμηλότερο μεσαίο εισόδημα.
Τα νοικοκυριά με μεσαία εισοδήματα συνεισφέρουν τα περισσότερα έσοδα από τη φορολογία εισοδήματος - κατά μέσο όρο σχεδόν τα δύο τρίτα των εσόδων άμεσους προσωπικούς φόρους, ένα ποσοστό αντίστοιχο με αυτό του εισοδήματός τους. Σε όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ, τα μεσαία εισοδήματα συνεισφέρουν τουλάχιστον τα μισά φορολογικά έσοδα και περισσότερο από τα τρία τέταρτα συνεισφέρουν στο Βέλγιο, την Ισλανδία, τη Νορβηγία και τη Σλοβενία. Τα νοικοκυριά με τα χαμηλότερα εισοδήματα πληρώνουν μικρό ποσοστό των φόρων. Κατά μέσο όρο, το ποσοστό αυτό είναι 7% των άμεσων προσωπικών φόρων, ενώ κυμαίνεται από 2% στην Ιρλανδία και τη Βρετανία έως το 14% στην Ελλάδα και την Ελβετία. Σε ορισμένες χώρες - ιδιαίτερα την Ελλάδα, το Λουξεμβούργο και την Πολωνία - η τάξη με τα μεσαία εισοδήματα λαμβάνει ποσοστό των παροχών που είναι αναλογικά πολύ υψηλότερο από το ποσοστό της στον πληθυσμό. Στην Ελλάδα, τα νοικοκυριά με μεσαία εισοδήματα αντιστοιχούν στο 59% του πληθυσμού και λαμβάνουν το 70% των παροχών, ενώ τα νοικοκυριά με τα χαμηλότερα εισοδήματα αντιστοιχούν στο 32% του πληθυσμού και λαμβάνουν το 15% των παροχών.
Όσον αφορά τις δαπάνες των νοικοκυριών, τα ενοίκια αποτελούν, κατά μέσο όρο, σχεδόν το 20% του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών με μεσαίο εισόδημα που νοικιάζουν σπίτι. Το βάρος αυτό κυμαίνεται από το 4% στη Λετονία σε περισσότερο από το 25% στη Χιλή, την Τσεχία και την Ελλάδα. Μόνο στην Ελλάδα, την Ουγγαρία, τη Λιθουανία και την Πολωνία, τα νοικοκυριά με μεσαία εισοδήματα δαπανούν λιγότερο από το 10% του συνολικού εισοδήματός τους για μεταφορές. Ο πληθυσμός που καλύπτεται από ιδιωτική ασφάλιση υγείας αυξήθηκε σε ορισμένες χώρες του ΟΟΣΑ την περασμένη δεκαετία - ιδιαίτερα στη Δανία, την Κορέα, τη Σλοβενία και το Βέλγιο - και μειώθηκε σε άλλες, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, την Ιρλανδία, τη Νέα Ζηλανδία και τις ΗΠΑ.
Σχεδόν το 40% των νοικοκυριών με μεσαία εισοδήματα σε 18 χώρες του ΟΟΣΑ είναι οικονομικά ευάλωτα , δηλαδή έχουν ληξιπρόθεσμα χρέη ή δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν απροσδόκητες δαπάνες ή ξαφνικές μειώσεις εισοδήματος. Τα ποσοστά παρουσιάζουν μεγάλες διαφορές, από 12% στη Νορβηγία έως 70% στην Ελλάδα. Τα ποσοστά των ελληνικών και ουγγρικών νοικοκυριών με μεσαία εισοδήματα που είναι οικονομικά ευάλωτα είναι πολύ πιο κοντά στα αντίστοιχα ποσοστά των νοικοκυριών με χαμηλότερα εισοδήματα.
Περισσότερα από ένα στα πέντε των νοικοκυριών με μεσαίο εισόδημα δαπανούν περισσότερα από όσα εισπράττουν, κάτι που ενέχει τον κίνδυνο της υπερχρέωσης. Το σχετικό ποσοστό κυμαίνεται από λιγότερο από 10% στην Εσθονία, Λιθουανία και Πολωνία έως πάνω από το 50% στη Χιλή και την Ελλάδα. Πρόσφατα στοιχεία δείχνουν ότι, κατά μέσο όρο στον ΟΟΣΑ, ένα στα οκτώ νοικοκυριά με μεσαία εισοδήματα είναι υπερχρεωμένα. Η υπερχρέωση είναι ιδιαίτερα φανερή στη Χιλή, την Ολλανδία και τη Νορβηγία, όπου επηρεάζει τουλάχιστον ένα στα τέσσερα νοικοκυριά. Αντίθετα, το ποσοστό είναι χαμηλότερο από το 5% στην Αυστρία, την Εσθονία, τη Γερμανία, την Ελλάδα, την Ιταλία, τη Λετονία, την Πολωνία και τη Σλοβενία.
Σε ορισμένες χώρες, το κόστος υγειονομικής περίθαλψης έχει γίνει πηγή μεγάλης ανησυχίας. Κατά μέσο όρο, τα νοικοκυριά με μεσαία εισοδήματα στις χώρες του ΟΟΣΑ που ανήκουν στην ΕΕ δαπανούσαν ένα κατά 28% υψηλότερο ποσοστό του εισοδήματός τους για υγειονομική περίθαλψη το 2015 από ότι μία δεκαετία νωρίτερα. Η δαπάνη αυτή ήταν ιδιαίτερα υψηλή στην Ελλάδα και τη Λετονία με ποσοστά 6,8% και 7,2%, αντίστοιχα, των προϋπολογισμών των μεσαίων εισοδημάτων.
Κατά μέσο όρο, σχεδόν το 9% των ιδιοκτητών ακινήτων που έχουν πάρει στεγαστικά δάνεια ορίζονται ως υπερβολικά επιβαρυμένοι από το κόστος κατοίκησης, καθώς δαπανούν τουλάχιστον το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός του για την αποπληρωμή του στεγαστικού δανείου. Το 2016, το ποσοστό αυτό έφθασε το 20% στην Ιρλανδία, την Ελλάδα και τη Σουηδία.