Η αρχή του τέλους για τους στρατηγικούς κακοπληρωτές
Την αντίστροφη μέτρηση για τους στρατηγικούς κακοπληρωτές, δηλαδή όσους μπορούν αλλά δεν πληρώνουν τις υποχρεώσεις τους, σηματοδοτεί το νέο πλαίσιο για την προστασία της πρώτης κατοικίας το οποίο ψηφίστηκε την προηγούμενη εβδομάδα με τις ψήφους της κυβέρνησης αλλά και της αντιπολίτευσης.
Το νέο πλαίσιο περιλαμβάνει διατάξεις – φραγμό για την αντιμετώπιση των στρατηγικών κακοπληρωτών, αλλάζοντας άρδην τα δεδομένα για πολλούς που είχαν… βολευτεί στην αδράνεια. Ο αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης, Γιάννης Δραγασάκης, ανέφερε στη Βουλή ότι σύμφωνα με στοιχεία των τραπεζών περίπου το 25% των μη εξυπηρετούμενων στεγαστικών δανείων αφορά στρατηγικούς κακοπληρωτές.
Ωστόσο αυτό φαίνεται ότι θα αλλάξει καθώς τα άρθρα 10 και 11 του νέου πλαισίου, για τα οποία υπήρξαν οι μεγαλύτερες διαφωνίας μεταξύ θεσμών και κυβέρνησης, θωρακίζουν τις τράπεζες από όλους όσους θέλουν να κάνουν κατάχρηση των δυνατοτήτων.
Παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση αναγνώριζε από την αρχή την ανάγκη το νέο σύστημα να μην ευνοεί τους στρατηγικούς κακοπληρωτές, ωστόσο, αρχικά επιδίωξε να περάσει κάποια σημεία που προκάλεσαν την έντονη αντίδραση των θεσμών, και τα οποία τελικά αφαιρέθηκαν από το νέο πλαίσιο.
Πώς θωρακίζονται οι τράπεζες
Με τον αρχικό σχεδιασμό, η κυβέρνηση ήθελε να υποβάλλεται η αίτηση στο δικαστήριο, στην περίπτωση αποτυχία της συναινετικής ρύθμισης, σε ένα μήνα μετά την άκαρπη διαδικασία της πλατφόρμας. Τώρα η προθεσμία αυτή περιορίζεται σε 15 εργάσιμες, δηλαδή περίπου 21 ημερολογιακές.
Η κυβέρνηση στο αρχικό σχέδιο έδινε μία ακόμη ευκαιρία στον οφειλέτη που κρίνεται μη επιλέξιμος να ασκήσει προσφυγή στην ειδική γραμματεία διαχείρισης ιδιωτικού χρέους. Στο τελικό σχέδιο η δυνατότητα αυτή καταργείται. Ο μη επιλέξιμος θα πρέπει να προσφύγει, εντός της παραπάνω προθεσμίας, απευθείας στο δικαστήριο. Επιπλέον προβλέπεται μία ακόμη «ποινή» - οικονομική επιβάρυνση μεταξύ 1.500 και 5.000 ευρώ - για τον μη επιλέξιμο οφειλέτη, ο οποίος παρά τη μη επιλεξιμότητά του προσφεύγει στο δικαστήριο, εφόσον βέβαια τελικά το δικαστήριο τον κρίνει, επίσης, μη επιλέξιμο.
Ακόμα περισσότερο, η κυβέρνηση στο αρχικό σχέδιο ήθελε έναντι του επιλέξιμου να αρχίζει η αναστολή, από το χρονικό σημείο διαπίστωσης της επιλεξιμότητας, και να αφορά το σύνολο των ενεργειών αναγκαστικής εκτελέσεως (δηλαδή επίδοση επιταγής, κατάσχεση κλπ).
Πλέον η αναστολή, σε περίπτωση δικαστικής προσφυγής, περιορίζεται μόνο στον πλειστηριασμό. Επίσης, για να ζητήσει προσωρινή δικαστική προστασία, δηλαδή προσωρινή διαταγή, ο επιλέξιμος δανειολήπτης θα έπρεπε να καταβάλει μεταξύ 30 και 100% ή της ενήμερης δόσης, ή της δόσης που προσέφερε ο πιστωτής. Στην τελική διάταξη του νομοσχεδίου το ποσό αυτό κυμαίνεται από 50%-100%.
Σημαντική βελτίωση για τις τράπεζες σε βάρος των στρατηγικών έχει επιτευχθεί για τους μη επιλέξιμους, οι οποίοι παρόλα αυτά προσφεύγουν στο δικαστήριο. Στο πολύ αρχικό σχέδιο ο μη επιλέξιμος είχε τη δυνατότητα να ζητήσει δικαστική αναστολή του πλειστηριασμού, υπό τον όρο ενδεχομένως καταβολής εγγυήσεως. Στην τελική διατύπωση του νόμου ο μη επιλέξιμος δικαιούται να ζητήσει αναστολή υπό τους αυστηρούς όρους του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, δηλαδή υπό τον όρο καταβολής του 1/4 της ληξιπρόθεσμης απαιτήσεως, και των εξόδων εκτελέσεως και μόνο για μέγιστο χρόνο 6 μηνών.
Επίσης προβλέπεται ρητά στο τελικό νομοσχέδιο (ενώ δεν υπήρχε στο αρχικό) υποχρέωση του δικαστηρίου να ορίζει δικάσιμο εντός 6 μηνών και να εκδίδει απόφαση εντός 3 μηνών. Μένει βέβαια να διαπιστωθεί στην πράξη η αποτελεσματικότητα εφαρμογής των παραπάνω, ειδικά σε ότι αφορά την τήρηση των προθεσμιών.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις τραπεζικών στελεχών η εμπειρία δείχνει οι ότι οι προθεσμίες αυτές στην πράξη δεν τηρούνται, ωστόσο σε συνδυασμό με τους πολύ αυστηρούς όρους, για την παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας τα δικαστήρια θα μπορέσουν να τηρήσουν τις σχετικές προθεσμίες.