Πάνω από 20% η αύξηση στις συναλλαγές κατοικιών
Αύξηση των αγοραπωλησιών κατοικιών κατά τουλάχιστον 20% εκτιμούν ότι καταγράφηκε το 2018 στην ελληνική αγορά ακινήτων στελέχη του κλάδου.
Πρόκειται για το τρίτο διαδοχικό έτος αύξησης των συναλλαγών στην αγορά κατοικίας, καθώς σύμφωνα με τα σχετικά στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, το 2017 σημειώθηκε αύξηση κατά 11,6%, ενώ το 2016 η αύξηση άγγιξε το 10,8%, σε ένα ακόμα δείγμα ανάκαμψης της ζήτησης.
Υπενθυμίζεται ότι το 2018 οι τιμές σε πανελλαδικό επίπεδο αυξήθηκαν κατά 7,3%, σύμφωνα με την τελευταία ετήσια έκθεση της αλυσίδας μεσιτικών γραφείων RE/MAX Ελλάδος.
Πρόκειται για τον ταχύτερο ρυθμό αύξησης των τελευταίων 10 ετών, με τις περιοχές του κέντρου της Αθήνας και δη όσες παρουσιάζουν τουριστικό ενδιαφέρον, όπως επίσης και τα νότια προάστια, να κυριαρχούν σε ό,τι αφορά τις αυξήσεις τιμών.
Σύμφωνα με την RE/MAX, «καθοριστικό ρόλο στην διατήρηση του θετικού κλίματος και στη μεγαλύτερη αύξηση του αγοραστικού ενδιαφέροντος αναμένεται να διαδραματίσει η διαμόρφωση σταθερού επενδυτικού περιβάλλοντος αλλά και ένα ευρύτερα ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς».
Εν τω μεταξύ ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει και η σκιαγράφηση του προφίλ των αγοραστών. Σύμφωνα με σχετική ανάλυση του κ. Κώστα Γεωργάκου, συνιδρυτή της Georgakos Properties & Parthenon Real Estate, όπως αυτή παρουσιάστηκε στο πρόσφατο συνέδριο 2η Prodexpo North της Σ. Τσομώκος Α.Ε., καταρχάς υπάρχουν οι λεγόμενοι «ανακαινιστές», οι οποίοι αγοράζουν πολύ φθηνά, ανακατασκευάζουν και μεταπωλούν με κέρδος σε Έλληνες και ξένους επενδυτές, που ενδιαφέρονται να τοποθετηθούν στην αγορά των βραχυχρόνιων μισθώσεων.
Επίσης, υπάρχουν Έλληνες που καταβάλλουν μικρά ποσά προς επένδυση, τα οποία στο μεγαλύτερο ποσοστό δεν ξεπερνούν τις 60.000 ευρώ. Οι αγοραστές από τα Βαλκάνια είναι μια άλλη κατηγορία, που προτιμά κυρίως παλιά ακίνητα με τιμές κάτω των 50.000 ευρώ.
Επίσης, αρκετοί είναι οι Έλληνες και ξένοι επιχειρηματίες που αναζητούν να επενδύσουν σε παλιά κτίρια, με στόχο να τα τροποποιήσουν σε ξενοδοχεία, ή να αποκτήσουν βιοτεχνικούς χώρους, που να τους μετατρέψουν σε ενοικιαζόμενα δωμάτια βραχυχρόνιας μίσθωσης.
Ζήτηση παρατηρείται και από νεαρά ζευγάρια, τα οποία με την συνδρομή τραπεζικού δανεισμού αναζητούν ακίνητα με κόστος από 800 έως 1.200 ευρώ/τ.μ. και συνολικό προϋπολογισμό της τάξεως των 150.000 ευρώ.
Αξίζει να σημειωθεί, πάντως, ότι χωρίς την αναζωπύρωση του τραπεζικού δανεισμού, η οποία αναμένεται να καθυστερήσει ακόμα, ελέω του τεράστιου όγκου μη εξυπηρετούμενων δανείων, πολύ δύσκολα θα καταστεί εφικτή η μακροπρόθεσμη ανάκαμψη του όγκου των συναλλαγών στην αγορά κατοικίας.
Αν μάλιστα «ξεφουσκώσει» το φαινόμενο Airbnb που έχει τροφοδοτήσει την αγορά την τελευταία τριετία, κάτι που δεν αποκλείεται δεδομένου του κορεσμού που ήδη παρατηρείται σε αρκετές αγορές, είναι πολύ πιθανό ακόμα κι ένα «πισωγύρισμα» στην αγορά, είτε σε ό,τι αφορά τις συναλλαγές, είτε σε ό,τι αφορά την ανοδική πορεία των τιμών πώλησης.
Όπως σημειώνουν στελέχη με εμπειρία στην αγορά, η υφιστάμενη βελτίωση της αγοράς, καίτοι καλοδεχούμενη, παραμένει ιδιαίτερα εύθραυστη, καθώς στηρίζεται, ως επί το πλείστον, σε ξένους επενδυτές/αγοραστές, οι οποίοι μπορούν με την ίδια ευκολία που διάλεξαν να επενδύσουν στην Ελλάδα, να κινηθούν προς... «άλλες πολιτείες», εφόσον κρίνουν ότι οι τιμές έχουν αυξηθεί πολύ και οι προσφερόμενες αποδόσεις δεν δικαιολογούν την τοποθέτηση νέων κεφαλαίων στην αγορά.