Τα 10 μεγάλα λάθη που «βύθισαν» την Ελλάδα στην κρίση
Στα δέκα μεγάλα λάθη πολιτικής που έγιναν, είτε από την Ελλάδα είτε από τους επίσημους πιστωτές, και τα οποία αύξησαν αχρείαστα το κόστος και τη διάρκεια της προσαρμογής εστιάζει μελέτη της Eurobank με τίτλο «Διδάγματα από την ελληνική κρίση».
Συγγραφείς της μελέτης είναι o Νικόλαος Καραμούζης, πρόεδρος της Eurobank και της Ελληνικής Ένωσης Τράπεζας, και ο Τάσος Αναστασάτος, επικεφαλής οικονομολόγος της Eurobank. Όπως σημειώνεται στην μελέτη το βάθος, η διάρκεια και η ένταση της κρίσης ήταν άνευ προηγουμένου και οι επιπτώσεις πολύ χειρότερες από τις αρχικές εκτιμήσεις των πιστωτών, την εμπειρία οποιουδήποτε άλλου κράτους-μέλους της Ευρωζώνης που έλαβε επίσημη οικονομική στήριξη την ίδια περίπου περίοδο ή οποιασδήποτε άλλης διεθνούς κρίσης χρέους στον ανεπτυγμένο κόσμο. Έφτασε η ελληνική κρίση να θέσει σε κίνδυνο την ίδια την ευρωπαϊκή συνοχή.
Τι πήγε στραβά;
η μελέτη υποστηρίζει ότι το κόστος και η διάρκεια της προσαρμογής μεγεθυνθήκαν αχρείαστα λόγω δέκα μεγάλων λαθών πολιτικής και σοβαρών παρανοήσεων που έγιναν, είτε από την Ελλάδα, είτε από τους επίσημους πιστωτές:
1. Η απουσία πειστικής δέσμευσης μέρους της πολιτικής ηγεσίας στο να γίνει "οτιδήποτε απαιτείται" για να αντιμετωπιστούν τα συσσωρευόμενα προβλήματα της χώρας, σε συνδυασμό με τον χαμηλό βαθμό πολιτικής και κοινωνικής κυριότητας των αναγκαίων και μεγάλων μεταρρυθμίσεων και ενίοτε την αντίσταση σε αυτές, χωρίς όμως ένα συγκροτημένο εναλλακτικό σχέδιο αποκατάστασης της κανονικότητας στη χώρα. Η εφαρμογή των προγραμμάτων προσαρμογής ήταν ενίοτε διστακτική ενώ το πρώτο εξάμηνο του 2015 έγινε η επιλογή της ανοιχτής σύγκρουσης με τεράστιο κόστος. Συχνά, ο πολιτικός διάλογος εκτρεπόταν σε διαγκωνισμό για βραχυχρόνιο πολιτικό κέρδος με όχημα λαϊκιστικές και αντι-μεταρρυθμιστικές πολιτικές. Οι πολίτες οδηγήθηκαν να πιστέψουν ότι υπήρχε διαθέσιμη κάποια ηπιότερη εναλλακτική, με μικρότερο κοινωνικό και οικονομικό κόστος. Αυτά τα φαινόμενα οδήγησαν σε σοβαρές καθυστερήσεις και υπαναχωρήσεις στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και των απαιτούμενων μέτρων και υπονόμευσαν την εμπιστοσύνη των πολιτών και των αγορών στο πρόγραμμα.
2. Η Ευρώπη ήταν απροετοίμαστη για την αντιμετώπιση τραπεζικών και δημοσιοοικονομικών κρίσεων καθώς δε διέθετε το θεσμικό και νομικό πλαίσιο, τους μηχανισμούς και την εμπειρία για την αποτελεσματική αντιμετώπισή τους.
3. Τα οικονομικά υποδείγματα και οι υποθέσεις που εφαρμόστηκαν από τους επίσημους πιστωτές είχαν σε κάποιες περιπτώσεις θεμελιώδη ελαττώματα: χρησιμοποιήθηκαν χαμηλοί δημοσιονομικοί πολλαπλασιαστές και δεν συνυπολογίστηκε η επίδραση της απώλειας εμπιστοσύνης και των καθυστερήσεων, με αποτέλεσμα να υποτιμηθεί η υφεσιακή επίδραση της δημοσιονομικής προσαρμογής, το δε μείγμα των μέτρων που επιλέχτηκε διεύρυνε περαιτέρω την υφεσιακή επίδραση. Επιπλέον, υποτιμήθηκε ο πολιτικός κίνδυνος. Δεν εκτιμήθηκε η σημασία της πολιτικής σταθερότητας, της αποτελεσματικότητας και ανεξαρτησίας των θεσμών και της ξεκάθαρης κατεύθυνσης της οικονομικής πολιτικής στην επενδυτική εμπιστοσύνη και τα risk premia. Τέλος, ο κακός συντονισμός, οι εντάσεις και οι διαφωνίες μεταξύ των θεσμών των δανειστών καθυστέρησαν τη λήψη αποφάσεων σχετικά με βασικές πρωτοβουλίες πολιτικής ή οδήγησαν σε αναποτελεσματικούς συμβιβασμούς.
4. Η ελληνική κυβέρνηση το 2015, αλλά και οι πιστωτές σε άλλες περιπτώσεις, κατέφυγαν σε ανταλλαγή απειλών (chicken game) για ένα πιθανό Grexit, αγνοώντας τις αρνητικές επιπτώσεις αυτής της αδιέξοδης στρατηγικής, με αποτέλεσμα η χώρα πράγματι να πλησιάσει δύο φορές σε μια καταστροφική έξοδο από την ευρωζώνη, ενδεχόμενο που, ιδίως το 2015, απεφεύχθη την ύστατη ώρα. Eνώ το 2014 άρχισε με τους οικονομικούς δείκτες να καταγράφουν πρόοδο, η προοπτική των επερχόμενων εκλογών αύξησε τους κινδύνους και την αβεβαιότητα στις αγορές προς το τέλος του έτους. Η συγκρουσιακή προσέγγιση της κυβέρνησης το 2015 (στην οποία οι δανειστές απάντησαν με άκαμπτη στάση), οδήγησε σε πλήρη αποκλεισμό της χώρας από τις αγορές και τα επιτόκια σε υψηλά επίπεδα, κατάφερε ισχυρό πλήγμα στην εμπιστοσύνη των καταθετών, των επενδυτών και την τραπεζική σταθερότητα, οδηγώντας τελικά σε bank run, επιβολή ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων και συνεισέφερε στην επιστροφή της χώρας σε ύφεση το 2015 και την επιδείνωση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους. Αντίθετα, η συνεργατική λύση της συμφωνίας του Αυγούστου του 2015 (με τη συμφωνία των περισσότερων κομμάτων) επανέφερε τη χώρα σε σταθεροποιητική πορεία.
5. Τα προγράμματα προσαρμογής δεν επικεντρώθηκαν αρχικά στην ανάγκη εμπροσθοβαρών φιλοαναπτυξιακών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Τα μέτρα για τον περιορισμό της φοροδιαφυγής και την εξυγίανση της δημόσιας διοίκησης και των δαπανών, την απελευθέρωση των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών και τη μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης καθυστέρησαν, γεγονός που επιδείνωσε το οικονομικό και κοινωνικό κόστος της προσαρμογής, κυρίως λόγω του ότι η δημοσιονομική προσαρμογή στηρίχθηκε στην υπέρμετρη φορολογική επιβάρυνση και την οριζόντια μείωση μισθών και συντάξεων. Επιπλέον, το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων ξεκίνησε με μεγάλη καθυστέρηση και τα αποτελέσματά του ακόμη είναι περιορισμένα.
6. Η δημοσιονομική κρίση και οι ανισορροπίες του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών επετράπη να διαχυθούν στον τραπεζικό τομέα και να επιμολύνουν την εμπιστοσύνη καταθετών και επενδυτών, μετατρέποντάς τους σε μεγάλους επιταχυντές της κρίσης.
7. Το μη βιώσιμο δημόσιο χρέος της Ελλάδας δεν αναδιαρθρώθηκε στα πρώτα στάδια της κρίσης, μια πρωτοβουλία που θα μπορούσε να είχε συγκρατήσει τη δυναμική του χρέους, χαλαρώνοντας έτσι το βάρος των μέτρων λιτότητας. Αυτό έγινε, όχι μόνο από τον φόβο του ηθικού κινδύνου (moral hazard), αλλά και για την προστασία των ευρωπαϊκών τραπεζών οι οποίες είχαν σημαντική έκθεση σε ελληνικό πιστωτικό κίνδυνο, και την προστασία της υπόλοιπης Ευρωζώνης από τη μετάδοση της ελληνικής κρίσης.
8. Ο μηχανισμός μετάδοσης της χαλαρής νομισματικής πολιτικής δεν λειτούργησε για την περιφέρεια του ευρώ και ιδιαίτερα για την Ελλάδα (λόγω των άκαμπτων κανόνων αλλά με ευθύνη και της ίδιας της Ελλάδας η οποία δεν κατάφερε να ενταχθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ). Επικράτησαν περιοριστικές συνθήκες ρευστότητας και πολύ υψηλά επιτόκια, σε αντίθεση με τις πολύ ευνοϊκές χρηματοπιστωτικές συνθήκες στην υπόλοιπη Ευρωζώνη. Ως αποτέλεσμα, η νομισματική πολιτική, αντί να μετριάζει, μεγέθυνε τις επιπτώσεις των αναγκαίων μέτρων λιτότητας.
9. Τα προγράμματα προσαρμογής δεν μπόρεσαν να υπολογίσουν σωστά την αρνητική επίδραση από τη σοβαρή απομείωση του πλούτου των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων (negative wealth effect) που προέκυψε από την πτώση των τιμών των ακινήτων, των μετοχών, των ομολόγων και των παραγωγικών συντελεστών και την επακόλουθη επίπτωση αυτής στις προσδοκίες και την οικονομική εμπιστοσύνη.
10. Οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της κρίσης στο δυνητικό ΑΕΠ υποεκτιμήθηκαν. Το υπόδειγμα ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας προ κρίσεως ήταν μη βιώσιμο και εσφαλμένα θεωρήθηκε ότι η διόρθωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών θα αρκούσε για την αντιστροφή της υφεσιακής επίπτωσης της προσαρμογής. Ωστόσο, τα λάθη στο σχεδιασμό των προγραμμάτων και η κρίση εμπιστοσύνης οδήγησαν σε επιμήκυνση της κρίσης και μια πιο μακροχρόνια απαξίωση του κεφαλαιουχικού αποθέματος της ελληνικής οικονομίας, σημαντική μείωση του εργατικού δυναμικού (εν μέρει εξαιτίας της αύξησης της μετανάστευσης νέων Ελλήνων κι επαγγελματιών στο εξωτερικό) και μείωση της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών. Αυτές οι τάσεις υπονομεύουν καθοριστικά τις μακροπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης της χώρας.
Και η επόμενη ημέρα
Η Ελλάδα, έχοντας βγει από το τρίτο πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής, βρίσκεται τώρα σε κρίσιμη καμπή. Οι οικονομικές και χρηματοοικονομικές συνθήκες βελτιώνονται σταδιακά, οι μακροοικονομικές ανισορροπίες έχουν σε σημαντικό βαθμό διορθωθεί, η ανεργία αποκλιμακώνεται και η οικονομία ανακάμπτει σταδιακά.
Ωστόσο, η Ελλάδα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει κρίσιμες οικονομικές προκλήσεις, κυρίως ως κληρονομιά της παρατεταμένης κρίσης. Η ανεργία εξακολουθεί να βρίσκεται στο 18%, η αύξηση του εισοδήματος και της παραγωγικότητας παραμένουν αργές, τα επίπεδα φτώχειας κυμαίνονται μεταξύ των υψηλότερων στην Ευρωζώνη, το υψηλό επίπεδο των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) στον τραπεζικό τομέα δρα ανασταλτικά στην οικονομική ανάκαμψη, οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων δεν έχουν αρθεί πλήρως και η πρόσβαση στις αγορές, αν και βελτιούμενη, εξακολουθεί να αντιμετωπίζει δυσκολίες και υψηλό σχετικά κόστος. Η υπερφορολόγηση, η έλλειψη επενδύσεων, τα υψηλά ασφάλιστρα κινδύνου (risk premia), τα επιτόκια, και το ενεργειακό κόστος αποτελούν επίσης ανασταλτικούς παράγοντες για την οικονομική ανάπτυξη.
Η Ελλάδα έχει τώρα την ευκαιρία - και την ευθύνη - να σχεδιάσει και να εφαρμόσει φιλικές προς την ανάπτυξη πολιτικές και μεταρρυθμίσεις οι οποίες είναι απαραίτητες για την επίτευξη ισχυρότερης και διατηρήσιμης ανάπτυξης. Θα πρέπει να το πράξει, διατηρώντας παράλληλα τη δημοσιονομική, οικονομική και χρηματοπιστωτική σταθερότητα και ενισχύοντας την αξιοπιστία των οικονομικών πολιτικών και την εμπιστοσύνη των αγορών.
Η ταχύτερη και πιο διατηρήσιμη οικονομική ανάπτυξη αποτελεί βασική προϋπόθεση για την επούλωση των βαθιών πληγών που προκλήθηκαν από την κρίση: θα βελτιώσει τις προοπτικές αύξησης εισοδημάτων και πλούτου, θα ενδυναμώσει την κοινωνική συνοχή και θα αποκαταστήσει την οικονομική, χρηματοπιστωτική και κοινωνική ομαλότητα στη χώρα. Ταυτόχρονα, θα αναβαθμίσει τη θέση της Ελλάδας στις παγκόσμιες αγορές και την εικόνα της ως ένα αξιόπιστο κράτος στον ανεπτυγμένο κόσμο.