UBS: Το ράλι του χρυσού δεν έχει τελειώσει
Ο χρυσός θα ανέλθει στα 2.900 δολάρια ανά ουγγιά μέχρι το τέλος του επόμενου έτους, σύμφωνα με την UBS, απηχώντας την εκτίμηση της Goldman Sachs Group για περαιτέρω κέρδη καθώς οι κεντρικές τράπεζες θα επεκτείνουν τα χαρτοφυλάκιά τους.
Είναι πιθανό να υπάρξει μια περίοδος σταθεροποίησης λόγω του ισχυρότερου δολαρίου και των ανησυχιών για το ενδεχόμενο περισσότερα δημοσιονομικά κίνητρα στις ΗΠΑ να οδηγήσουν σε υψηλότερα επιτόκια πριν το πολύτιμο μέταλλο αρχίσει να ανεβαίνει ξανά, ανέφεραν σε σημείωμά τους οι αναλυτές της UBS, μεταξύ των οποίων οι Levi Spry και Lachlan Shaw.
Εκτιμήσεις για άνοδο των τιμών του χρυσού
Οι τιμές του χρυσού θα αυξηθούν περαιτέρω, στα 2.950 δολάρια ανά ουγγιά, μέχρι το τέλος του 2026, ανέφεραν. «Η αμερικανική κόκκινη σκούπα, το ισχυρό αγοραστικό ενδιαφέρον διαφοροποίησης και η αυξημένη παγκόσμια αβεβαιότητα θα συνεχίσουν να στηρίζουν τις τιμές», ανέφεραν οι αναλυτές. Τα κέρδη «θα πρέπει να οδηγηθούν από τις συνεχιζόμενες στρατηγικές κατανομές χρυσού και τις αγορές του επίσημου τομέα σε ένα σκηνικό υψηλής μακροοικονομικής μεταβλητότητας και επίμονων γεωπολιτικών κινδύνων», ανέφεραν.
Ο χρυσός υπήρξε ένα από τα εμπορεύματα με τις καλύτερες επιδόσεις το 2024, σημειώνοντας διαδοχικά ρεκόρ πριν από μια υποχώρηση μετά τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ, καθώς το δολάριο σημείωσε άνοδο, σημειώνει το Bloomberg. Η από έτος σε έτος πρόοδος έχει υποστηριχθεί από τη συσσώρευση των κεντρικών τραπεζών, τη στροφή της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ προς τη νομισματική χαλάρωση και τις γεωπολιτικές εντάσεις στην Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή.
Ο χρυσός διαπραγματεύεται κοντά στα 2.630 δολάρια ανά ουγγιά και έχει σημειώσει άνοδο 28% φέτος.
Η UBS επεσήμανε επίσης περισσότερες αγορές από τις νομισματικές αρχές. «Ο επίσημος τομέας, ο οποίος τείνει να αγοράζει φυσικές ράβδους χρυσού, είναι πιθανό να συνεχίσει να προσθέτει στα αποθέματα, για λόγους διαφοροποίησης και εν μέσω γεωπολιτικών εντάσεων και κινδύνων κυρώσεων», ανέφερε. «Τα αποθέματα χρυσού πολλών κεντρικών τραπεζών παραμένουν μικρά ως ποσοστό του συνολικού ενεργητικού», προσθέτει.