«Ζωή» ξανά στο παλιό Κανναβουργείο της Έδεσσας
«Πράσινο φως» για την αξιοποίηση και την επαναχρησιμοποίηση ορισμένων τμημάτων του διατηρητέου Βιομηχανικού Συγκροτήματος του Κανναβουργείου στην Έδεσσα, έδωσαν οι τοπικές αρχές. Ο τοπικός Δήμος προχωρά τις διαδικασίες για την εκπόνηση σχετικής μελέτης με στόχο το συγκρότημα να μετατραπεί σε πολυχώρο πολιτισμού και τουρισμού.
Ο προϋπολογισμός της μελέτης εκτιμάται στο ύψος των 175.622 ευρώ, και στο έργο περιλαμβάνεται η αποκατάσταση και επανάχρηση ορισμένων κτιρίων του βιομηχανικού συγκροτήματος και συγκεκριμένα το πρώην κτίριο παραγωγής που συμπεριλαμβάνει και την τουρμπίνα του, τη στοά, το υπόσκαφο κτίριο βοηθητικών χώρων που βρίσκεται σε συνέχεια της στοάς και το διώροφο πρώην κτίριο συσκευασίας.
Στο υπαίθριο χώρο θα υπάρξουν παρεμβάσεις κυρίως συντήρησης και αποκατάστασης, όπως και τροποποιήσεις που θα περιλαμβάνουν την κατασκευή ραμπών, ενώ ο υπόλοιπος χώρος θα μείνει στη φυσική του κατάσταση.
Παράλληλα θα υπάρξει αίθουσα πολλαπλών χρήσεων στο χώρο που γινόταν το πρώτο στάδιο κατεργασίας του κανναβιού, ενώ το ίδιο σχεδιάζεται και στην στοά του κτιρίου.
Ο υπόλοιπος χώρος του πρώην κτιρίου παραγωγής, καθώς επίσης και η τουρμπίνα του προτείνεται να χρησιμοποιηθούν ως εκθεσιακοί χώροι και χώροι σεμιναρίων, λόγω της ύπαρξης του μηχανικού εξοπλισμού.
Το διώροφο κτίριο όπου γινόταν η συσκευασία του προϊόντος, σχεδιάζεται να λειτουργήσει ως χώρος ψυχαγωγίας, ενώ όλοι οι προαναφερόμενοι χώροι θα υποστηρίζονται με βοηθητικούς χώρους οι οποίοι βρίσκονται στο υπόσκαφο τμήμα.
Η ιστορία του κτιρίου ξεκινάει το 1908, όταν η Εταρεία Τότσκα και ΣΙΑ από την Θεσσαλονίκη προχώρησε στην δημιουργία της εγκατάστασης με στόχο την ανάπτυξή της στο χώρο της κλωστοϋφαντουργίας.
Το Κανναβουργείο της Έδεσσας ήταν μια πρότυπη βιομηχανική μονάδα δημιουργίας σχοινιών και σπάγκων από ινδική κάνναβη και ήταν το μεγαλύτερο σε παραγωγή και εγκαταστάσεις, από τα τέσσερα Κανναβουργεία που είχε η Ελλάδα.
Η Έδεσσα επιλέχθηκε λόγω των άφθονων βροχοπτώσεων στην περιοχή καθώς οι μηχανές του συγκροτήματος λειτουργούσαν με υδροκίνηση.
Το Κανναβουργείο άκμασε κατά την περίοδο 1928-1940, απασχολώντας μέχρι και 150 εργαζόμενους, ενώ κατά την διάρκεια του Μεσοπολέμου κάλυπτε συνολικά τη ζήτηση υφασμάτων και σπάγκων σε όλη την Ελλάδα. Από τη δεκαετία του 1950 το Κανναβουργείο σταδιακά εισήλθε σε πορεία παρακμής.
Τα ολοένα και αυξανόμενα προβλήματα σε συνδυασμό με τις οφειλές προς τις τράπεζες, τα χρέη στο ΙΚΑ και το Δημόσιο οδήγησαν στη διακοπή της λειτουργίας του το 1966. Λίγο αργότερα υπήρξε μια προσπάθεια για την επαναλειτουργία του εργοστασίου, από περίπου 100 πρώην εργαζομένους οι οποίοι δημιούργησαν τον «Παραγωγικό συνεταιρισμό η Πέλλα» και ο οποίος ανέλαβε τη διαχείριση της μονάδας χωρίς όμως επιτυχία.
Αφού πέρασε στο Δημόσιο το Κανναβουργείο, το 1997 και έπειτα από είκοσι χρόνια εγκατάλειψης, ανακαινίζεται και μετατρέπεται σε πολυχώρο αναψυχής και εκπαίδευσης ενώ ξεκινάει και η λειτουργία εστιατορίου. Εντάχθηκε και στο «Πρόγραμμα ανάπλασης των Μύλων» για την πλήρη αναβάθμιση και ανακαίνιση του περιβάλλοντος χώρου.
Ο χώρος λειτουργεί πλέον με κύριο θέμα την ανάδειξη της ιστορίας του εργοστασίου και εντάχθηκε ως νέο τμήμα του Υπαίθριου Μουσείου Νερού Έδεσσας, φιλοξενώντας όλο το χρόνο ποικίλες δράσεις και εκδηλώσεις προς όφελος του τουρισμού.
Η μειωμένη τουριστική κίνηση, η έλλειψη σωστής διαφήμισης του χώρου που θα συγκέντρωνε περισσότερο κόσμο φέρνει την υπολειτουργία του πολυχώρου μέχρι που το 2014 έκλεισε οριστικά καθώς τα χρέη συντήρησης του, ήταν δυσβάσταχτα.