Κίτρινη κάρτα από τις Βρυξέλλες για την Υγεία -Τι ζητάει η Κομισιόν από την Αθήνα
Η Υγεία και δη η πρωτοβάθμια, είναι μια από τις προκλήσεις, που περιμένει τη νέα κυβέρνηση και είναι ενδεικτικό ότι συμπεριλαμβάνεται στις κατευθύνσεις- συστάσεις της Κομισιόν για την επόμενη κιόλας χρονιά.
Τι “είδε” η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και έκρουσε καμπανάκι στην Αθήνα; Βασική διαπίστωση είναι ότι οι δημόσιες δαπάνες ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης είναι χαμηλότερες από τον μέσο όρο της ΕΕ, ενώ οι άμεσες πληρωμές από τους ασθενείς στην Ελλάδα είναι οι δεύτερες υψηλότερες στην ΕΕ ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Ποια είναι τα επιμέρους συμπεράσματα από το “χτένισμα” του συστήματος Υγείας;
Το σύστημα ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης εξακολουθεί να βασίζεται στη νοσοκομειακή περίθαλψη, ενώ οι δαπάνες για θεραπευτική περίθαλψη είναι επικεντρωμένες στη νοσηλεία.
Η Ελλάδα κατατάσσεται στην πρώτη θέση μεταξύ όλων των κρατών- μελών όσον αφορά στις δημόσιες δαπάνες για φάρμακα ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Οι δημόσιες δαπάνες για μακροχρόνια και προληπτική περίθαλψη είναι σημαντικά χαμηλότερες από τον μέσο όρο της ΕΕ και δεν υπάρχει ολοκληρωμένη εθνική στρατηγική για τη μακροχρόνια περίθαλψη.
Οι τεχνοκράτες της Κομισιόν αναγνωρίζουν ότι για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος, η Ελλάδα βρίσκεται στη διαδικασία υλοποίησης ενός συστήματος πρωτοβάθμιας ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, που εγκρίθηκε πρόσφατα, για να μειώσει την εξάρτηση από τη νοσοκομειακή περίθαλψη και να αυξήσει την αποτελεσματικότητα της πρόσβασης σε αγαθά και υπηρεσίες ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Υπάρχει, όμως, ένα βασικό εμπόδιο. Σύμφωνα με τις Βρυξέλλες, εμπόδιο στην ολοκλήρωση της μεταρρύθμισης της πρωτοβάθμιας ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης αποτελεί η έλλειψη οικογενειακών ιατρών.
“Ο αριθμός των οικογενειακών ιατρών δεν επαρκεί για να καλύψει το σύνολο του πληθυσμού. Θα χρειαστεί επαρκής κάλυψη για την πλήρη εισαγωγή ενός αποτελεσματικού και ολοκληρωμένου συστήματος υποχρεωτικής παραπομπής των ασθενών, το οποίο με βάση τη νομοθεσία θα ξεκινήσει από την 1η Σεπτεμβρίου 2023”, παρατηρεί στο κείμενο συστάσεων η Κομισιόν, επισημαίνοντας ότι η ύπαρξη ισχυρότερων κινήτρων για την επέκταση του αριθμού των οικογενειακών ιατρών, ώστε να επιτευχθεί πλήρης κάλυψη και εγγραφή του πληθυσμού, θα είναι καίριας σημασίας για τη διασφάλιση επαρκούς και ισότιμης πρόσβασης του πληθυσμού στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.
Οι διαπιστώσεις του ΟΟΣΑ
Σύμφωνα με την τελευταία Έκθεση του ΟΟΣΑ για τα συστήματα Υγείας, που εκδόθηκε με φόντο τις δραματικές εξελίξεις λόγω της πανδημίας, μετά από μια περίοδο χαμηλής ανάπτυξης μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση, η ετήσια κατά κεφαλήν αύξηση των δαπανών για την υγεία (προσαρμοσμένη για τον πληθωρισμό) επιταχύνθηκε και έφτασε το 3% κατά μέσο όρο στα κράτη μέλη της ΕΕ μεταξύ 2013 και 2019.
Αυτό κυμάνθηκε από πολύ μέτριους ρυθμούς ανάπτυξης κάτω του 1% στη Φινλανδία, την Ελλάδα, το Λουξεμβούργο, τη Γαλλία και τις Κάτω Χώρες έως σημαντικές ετήσιες αυξήσεις στις κατά κεφαλήν δαπάνες για την υγεία άνω του 5% στην Εσθονία, τη Λιθουανία, τη Λετονία και τη Ρουμανία.
Από την άλλη, το μερίδιο των δαπανών για την υγεία που χρηματοδοτήθηκαν μέσω πληρωμών από την τσέπη των νοικοκυριών ήταν 15% στις χώρες της ΕΕ. Σε τρεις χώρες της ΕΕ – Βουλγαρία, Ελλάδα και Μάλτα – οι πληρωμές από την τσέπη των νοικοκυριών αντιπροσώπευαν τουλάχιστον το ένα τρίτο του συνόλου των δαπανών για την υγεία το 2020.
Το 2020, η Ελλάδα είχε τον υψηλότερο αριθμό γιατρών (6,2 ανά 1.000 πληθυσμό), ακολουθούμενη από την Πορτογαλία (4,5 ανά 1.000 πληθυσμό), αλλά- όπως σημειώνει ο ΟΟΣΑ- ο αριθμός σε αυτές τις δύο χώρες είναι υπερεκτιμημένος, καθώς περιλαμβάνει όλους τους γιατρούς που έχουν άδεια ασκήσεως επαγγέλματος, συμπεριλαμβανομένων των συνταξιούχων γιατρών και εκείνων που μπορεί να είχαν μεταναστεύσει σε άλλες χώρες, αλλά κράτησαν την άδειά τους στη χώρα.