Ο νέος ενεργειακός σχεδιασμός
Όταν ακόμα και οι Άραβες στρέφονται στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας και σχεδιάζουν την παραγωγή πόσιμου νερού με τη βοήθεια της ηλιακής ενέργειας, είναι προφανές ότι η στα καθ’ ημάς μετάβαση σε ένα νέο ενεργειακό πρότυπο αποτελεί μονόδρομο.
Η κινητικότητα στις Βρυξέλλες και η επικείμενη αλλαγή- όχι χωρίς διαφωνίες και ενστάσεις- στους στόχους εκπομπών ρύπων ως το 2035, έρχονται να «κουμπώσουν» με τις συστάσεις προς την Ελλάδα για τη μείωση των αερίων του θερμοκηπίου, την ανάγκη μεγαλύτερης διείσδυσης των Ανανεώσιμων Πηγών αλλά και την αναβάθμιση των επενδύσεων σε ενεργειακές υποδομές, κάτι που έγινε αντιληπτό αυτές τις ημέρες του πρωτοφανούς σε διάρκεια καύσωνα, ο οποίος δοκιμάζει τις αντοχές και την επάρκεια των συστημάτων.
Σε αυτές τις συστάσεις/ προκλήσεις έρχεται να απαντήσει ο νέος ενεργειακός σχεδιασμός, όπως αποτυπώνεται στο Σχέδιο Ανάκαμψης, που ήδη έχει πάρει την έγκριση από την Κομισιόν, με τις πρώτες εκταμιεύσεις να κατευθύνονται και στην ενεργειακή αναβάθμιση κατοικιών- δημοσίων κτιρίων. Ειδικότερα, σύμφωνα με το σχεδιασμό, οι κύριες προκλήσεις είναι:
Επίτευξη στόχων του Εθνικού Σχεδίου Ενέργειας και Κλίματος (ΕΣΕΚ) (έως το 2030) και άνοιγμα του δρόμου προς την ουδετερότητα του κλίματος έως το 2050. Μέσω του ΕΣΕΚ, η Ελλάδα έχει δεσμευτεί για συγκεκριμένους κλιματικούς στόχους έως το 2030, οι οποίοι περιλαμβάνουν τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά περισσότερο από 42% σε σύγκριση με τις εκπομπές του 1990 και κατά περισσότερο από 56% σε σύγκριση με τις εκπομπές του 2005, στόχο για ένα ελάχιστο μερίδιο 35% στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, καθώς και τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης κατά 38% (σε σύγκριση με τις προβλέψεις του 2007). Οι σχετικοί στόχοι ευθυγραμμίζονται με τη στρατηγική της ΕΕ για την Πράσινη Συμφωνία και συμβάλλουν στη συνολική στρατηγική για την κλιματική ουδετερότητα έως το 2050.
Συστηματικές προκλήσεις στη μεταρρύθμιση της αγοράς ενέργειας. Η αναδιοργάνωση της εγχώριας αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και η εναρμόνισή της με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές αγορές είναι μία από τις προϋποθέσεις για την επίτευξη των στόχων του ΕΣΕΚ για το κλίμα και την ενέργεια, ενισχύοντας παράλληλα την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Στο πλαίσιο της Ενισχυμένης Εποπτείας, η Ελλάδα καλείται να μεταρρυθμίσει την αγορά ενέργειας και να αντιμετωπίσει συστημικές και έκτακτες προκλήσεις, συμπεριλαμβανομένων των συνεπειών της πανδημίας COVID-19 και της αντίστοιχης μείωσης των τιμών και της κατανάλωσης ενέργειας.
Η βιωσιμότητα του Ειδικού Λογαριασμού Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και Συμπαραγωγής Ηλεκτρισμού και Θερμότητας Υψηλής Απόδοσης (ΣΗΘΥΑ) έχει επηρεαστεί σοβαρά από την πανδημία covid-19. Πρόκειται για βασική ανησυχία, η οποία επισημαίνεται επίσης στην έκθεση ενισχυμένης εποπτείας του Σεπτεμβρίου 2020. Στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης της αγοράς ενέργειας, ο Ειδικός Λογαριασμός αποτελεί την κύρια πηγή αμοιβών των παραγωγών ΑΠΕ που λειτουργούν και, ως εκ τούτου, αποτελεί σημαντικό μέσο για την επίτευξη των εθνικών στόχων μετάβασης της ενέργειας όσον αφορά τη διείσδυση ΑΠΕ.
Η υποδομή ενεργειακού δικτύου δεν ανταποκρίνεται πλήρως στις ανάγκες της χώρας και αυξάνει τους κινδύνους που σχετίζονται με την παροχή ενέργειας και την ασφάλεια. Η Ελλάδα είναι μια χώρα με γεωγραφικές ιδιαιτερότητες που προκαλούν προκλήσεις στο δίκτυο διανομής ενέργειας. Αυτές οι προκλήσεις σχετίζονται με περιορισμούς υποδομής που αυξάνουν το ενεργειακό κόστος για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά και επιβραδύνουν την ενθάρρυνση χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Η Ελλάδα οφείλει να αντιμετωπίσει ζητήματα που σχετίζονται με την υποδομή του ενεργειακού δικτύου, συμπεριλαμβανομένης της ηλεκτρικής διασύνδεσης των νησιών και την ενίσχυση και αναβάθμιση της λειτουργίας του δικτύου σε επίπεδο συστήματος και διανομής.
Η ανάγκη ταχείας εξάλειψης του λιγνίτη δημιουργεί οικονομικές και κοινωνικές προκλήσεις για τις περιοχές μετάβασης και αυξάνει την ενεργειακή φτώχεια. Η επίτευξη των εθνικών και ευρωπαϊκών στόχων της Ελλάδας για την ενέργεια και το κλίμα για το 2030, θα ολοκληρωθεί έως το 2028 με τη συνολική σταδιακή εξάλειψη του λιγνίτη. Ωστόσο, ο παροπλισμός των μονάδων παραγωγής λιγνίτη και το κλείσιμο των ορυχείων λιγνίτη δημιουργούν σημαντικές προκλήσεις για την πληγείσες περιοχές, συμπεριλαμβανομένης της μείωσης του ΑΕΠ, της αύξησης της ανεργίας και της ενεργειακής φτώχειας.
Επιστρέφοντας στους... Άραβες, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα σχεδιάζουν να εγκαταστήσουν «γεννήτριες νερού» που θα μετατρέπουν την υγρασία στον αέρα σε πόσιμο νερό για δημόσια κατανάλωση. Υποστηριζόμενοι από φιλική προς το περιβάλλον ηλιακή ενέργεια, οι «υπερ-αφυγραντήρες» θα προσφέρουν άφθονη και αδιάκοπη παροχή νερού από τον υγρό αέρα των ΗΑΕ. Περίπου 20 από αυτούς μπορούν να παράγουν 6.700 λίτρα γλυκού νερού την ημέρα, όταν οι τοπικές συνθήκες βρίσκονται στους 26°C και με 60% υγρασία.