Το νέο Εργασιακό είναι εδώ
Το πολυθρύλητο νομοσχέδιο για το Εργασιακό τίθεται επισήμως σήμερα σε δημόσια διαβούλευση και αναμφίβολα τα φώτα της δημοσιότητας πέφτουν στη διευθέτηση του χρόνου εργασίας, που είναι και το πεδίο της πολιτικής αντιπαράθεσης.
Σύμφωνα με το υπουργείο Εργασίας, αυτό που αλλάζει σε σχέση με το υφιστάμενο από το 2010 πλαίσιο, είναι ότι η ευελιξία στο ωράριο θα μπορεί να ισχύσει και σε επιχειρήσεις που δεν υπάρχουν σωματεία κι επειδή το αιτείται ο ίδιος ο εργαζόμενος για να "συμφιλιώσει" την επαγγελματική με την οικογενειακή του ζωή. Προς επίρρωση αυτού, γίνεται παραπομπή στη σχετική Οδηγία του 2019, που καλεί τα κράτη- μέλη να διευκολύνουν με αυτόν τον τρόπο τους εργαζόμενους γονείς με παιδιά ως 8 ετών. Στο πρακτικό μέρος του θέματος, το 8ωρο θα μπορεί να γίνεται 10ωρο για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα κι αυτός ο επιπλέον χρόνος εργασίας θα «ισοφαρίζεται» εντός εξαμήνου είτε με μειωμένο ωράριο είτε λιγότερες ημέρες εργασίας είτε με ρεπό είτε με κανονική άδεια, έτσι ώστε κατά μέσο όρο να διατηρείται το 5νθήμερο και το 8ωρο.
Ο αντίλογος από αντιπολίτευση και συνδικάτα είναι ότι από τη στιγμή που εργαζόμενος κι εργοδότης δεν έχουν το ίδιο «βάρος» στη μεταξύ τους σχέση, υπάρχει κίνδυνος επιβολής του 10ωρου και de facto κατάργησης του 8ωρου. Η ανταπάντηση από το υπουργείο Εργασίας είναι ότι προστατεύεται ο εργαζόμενος έναντι τέτοιων καταχρηστικών συμπεριφορών- άκυρη η απόλυση σε περίπτωση άρνησης- κι ότι η διασφάλιση αυτής της ευελιξίας θα έχει τη «σφραγίδα» της ηλεκτρονικής κάρτας εργασίας, μέσω της οποίας οι ελεγκτικές υπηρεσίες θα μπορούν να διαπιστώνουν on line τις παρατυπίες. Το αντεπιχείρημα είναι ότι μέχρι να εφαρμοστεί η ηλεκτρονική κάρτα σε όλες τις επιχειρήσεις- θα ξεκινήσει από βιομηχανίες και τράπεζες- δημιουργείται ελεγκτικό «κενό».
Αφήνοντας στην άκρη αυτήν την ανταλλαγή επιχειρημάτων, μπορεί να διαπιστώσει κανείς δια γυμνού οφθαλμού ότι ο πυρήνας του υφιστάμενου πλαισίου ανατρέχει στη δεκαετία του 1980 και είναι ξεπερασμένος από τις τεχνολογικές εξελίξεις και την ψηφιοποίηση των παρεχόμενων υπηρεσιών, ενώ ειδικά μετά τον τυφώνα της πανδημίας και την καθιέρωση της τηλεργασίας, απαιτούνται προσαρμογές στα νέα δεδομένα. Ουδείς μπορεί να υποστηρίξει, άλλωστε, ότι το υφιστάμενο πλαίσιο απέτρεψε τα φαινόμενα καταστρατήγησης ωραρίων και «μαύρων» υπερωριών.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα δεν… κάθονται, όπως αρέσκονταν να λένε οι Βόρειοι συνεταίροι μας στην Ε.Ε. κατά την περίοδο της δεκαετούς κρίσης. Τουτέστιν το ζητούμενο σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι η αύξηση των ωρών εργασίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το 2019 (τα στοιχεία για το 2020 δεν προσφέρονται για ασφαλή συμπεράσματα λόγω της άναρχης τηλεργασίας και των αναστολών συμβάσεων), οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα δούλευαν 41,8 ώρες κατά μέσο όρο την εβδομάδα, δηλαδή σχεδόν 5 ώρες παραπάνω από το μέσο ευρωπαϊκό όρο!
Το νομοσχέδιο για τα εργασιακά έρχεται σε μια συγκυρία όπου φουντώνει και η διαβούλευση για τον κατώτατο μισθό και τις συλλογικές διαπραγματεύσεις. Βάσει του πληροφοριακού συστήματος ΕΡΓΑΝΗ, στη διάρκεια του 2020 στον επιχειρηματικό τομέα υπογράφηκαν 147 νέες επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας, που αφορούσαν 85.463 μισθωτούς. Από αυτές, 35 συμβάσεις προέβλεπαν αυξήσεις μισθών, 7 προέβλεπαν μείωση, ενώ σύμφωνα με τις υπόλοιπες οι αποδοχές παρέμειναν αμετάβλητες. Επίσης, συγκρατημένες αυξήσεις προβλέπουν και ορισμένες κλαδικές συλλογικές συμβάσεις που αφορούσαν το 2020.