Ενας χρόνος τηλεργασία: Τι δείχνει έρευνα για την Ελλάδα -Τα θετικά και οι κίνδυνοι

NEWSROOM
Work from home / Φωτογραφία: Unsplash/Daria Nepriakhina
Work from home / Φωτογραφία: Unsplash/Daria Nepriakhina

Τον Μάρτιο του 2020 η τηλεργασία μπήκε στη ζωή πολλών εργαζόμενων ξαφνικά, απότομα και υποχρεωτικά λόγω της πανδημίας χωρίς να υπάρχει κανενός είδους προετοιμασία ή περίοδος προσαρμογής για τους εργαζόμενους και τις επιχειρήσεις. Η πανδημία διαμόρφωσε ένα ριζικά διαφορετικό τοπίο και ανάγκασε τον εργασιακό κόσμο να αναδιοργανωθεί και να προσαρμοστεί. Στις αρχές η τηλεργασία γίνονταν με περισσότερο ερασιτεχνικό τρόπο αλλά στη συνέχεια οι εταιρείες και ειδικότερα οι μεγάλες οργανώθηκαν καλύτερα έτσι ώστε να μην μειωθεί η παραγωγικότητα τους.

Έρευνα που διεξήχθη σε δείγμα του οποίου η πλειοψηφία είναι πνευματικά εργαζόμενοι και κατοικούντες στην Αθήνα στο πλαίσιο του Εργαστηρίου Διοίκησης Ανθρωπίνου Δυναμικού, στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, έδειξε ότι η τηλεργασία εφαρμόστηκε σε μεγάλο βαθμό. Μάλιστα, τα στοιχεία της έρευνας, στην οποία απάντησαν 662 εργαζόμενοι, έδειξαν ότι περίπου το 60% τον Νοέμβριο του 2020 (όταν πραγματοποιήθηκε η έρευνα) ήταν σε τηλεργασία και μάλιστα οι μισοί εργάζονταν συστηματικά από το σπίτι. Η συγκεκριμένη έρευνα εκπροσωπεί εργαζόμενους σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, το δημόσιο τομέα και σε άλλου τύπου οργανισμούς, όπως ΜΚΟ. Οι μισοί περίπου από τους ερωτηθέντες είναι γονείς και ο μέσος όρος ηλικίας τους είναι περίπου τα 41 έτη. Οι περισσότεροι από αυτούς δεν είχαν προηγούμενη εμπειρία τηλεργασίας κι έτσι αναγκάστηκαν μέσα σε δύσκολες και πρωτόγνωρες συνθήκες να προσαρμόσουν τη ζωή τους στη νέα φύση της εργασίας τους.

Αυτή εξάλλου ήταν και μία από τις σημαντικότερες προκλήσεις που χρειάστηκε να αντιμετωπίσουν οι τηλεργαζόμενοι: ο συνδυασμός της προσωπικής/οικογενειακής ζωής με την επαγγελματική στον ίδιο χώρο πλέον. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο σύμφωνα με την έρευνα του Οικονομικού Πανεπιστημίου όσα περισσότερα παιδιά υπήρχαν στην οικογένεια, τόσο μικρότερος είναι ο βαθμός ικανοποίησης από την τηλεργασία, καθώς σε συνδυασμό με την τηλεκπαίδευση δημιούργησε δύσκολες συνθήκες διαβίωσης και εργασίας.

«Πολλοί θεραπευόμενοι μιλούν όχι για μεταφορά του γραφείου στο σπίτι αλλά για μετατροπή του σπιτιού σε γραφείο. Χωρίς ωράριο, χωρίς όριο, με συγχώνευση της οικογενειακής ζωής απόλυτα στην επαγγελματική. Η τηλεργασία σε συνδυασμό με την τηλε- εκπαίδευση βρίσκει τους γονείς σε απόλυτη αποδιοργάνωση, καθώς θα πρέπει να ελέγχουν συγχρόνως τόσο το «ηλεκτρονικό» σχολείο όσο και τον απαιτητικό προϊστάμενο που λόγω της εργασίας από το σπίτι έχει μπει στη διαδικασία υπέρ ελέγχου προκειμένου να εξασφαλίσει όσο μπορεί καλύτερη απόδοση», τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κλινική ψυχολογος - ψυχοθεραπεύτρια, Άννα Κανδαράκη.

Ένα ακόμα ζήτημα το οποίο τίθεται παγκοσμίως σε σχέση με την τηλεργασία όπως και στην Ελλάδα τους τελευταίους μήνες, είναι η δυνατότητα εξέλιξης στον επαγγελματικό βίο σε συνθήκες εξ΄αποστάσεως εργασίας. Οι εργαζόμενοι προβληματίστηκαν αν από το σπίτι θα είχαν τις ίδιες ευκαιρίες με αυτές που θα είχαν αν πήγαιναν στο γραφείο. «Οι άνθρωποι οι οποίοι εργάζονται από απόσταση δεν έχουν τις ίδιες ευκαιρίες εξέλιξης με εκείνους τους ανθρώπους οι οποίοι συναντιούνται μεταξύ τους, οπότε υπάρχει μια μεγαλύτερη εμπιστοσύνη μεταξύ τους. Ένα ακόμα στοιχείο που μετρήσαμε λοιπόν είναι αυτή η σχέση της εμπιστοσύνης και πώς αυτό το κομμάτι της εμπιστοσύνης από τον εργοδότη φάνηκε να είναι το στοιχείο το οποίο δυσκολεύει περισσότερο απ’ όλα τα άλλα την εμπειρία αυτή της τηλεργασίας. Δηλαδή δεν νιώθουν οι εργαζόμενοι ότι όταν βρίσκονται από κάπου αλλού να κάνουν τη δουλειά τους θα αναγνωριστεί η προσπάθεια τους το ίδιο όσο αν βρίσκονταν στον κλασικό χώρο εργασίας», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η επίκουρη καθηγήτρια στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και διευθύντρια του Εργαστηρίου Διοίκησης Ανθρώπινου Δυναμικού, Ελεάννα Γαλανάκη.

Σημαντικές επιπτώσεις είχε η τηλεργασία και στην κοινωνικοποίηση των εργαζόμενων που τέθηκε υπό περιορισμό και αυτή λόγω των περιοριστικών μέτρων. «Είχαν πολύ πιο θετική στάση απέναντι στην τηλεργασία αυτοί που ένιωθαν ότι ο εργοδότης τούς υποστηρίζει είτε ότι έχουν κάποια στήριξη από συναδέλφους», λέει η κ. Γαλανάκη.

Η «καθημερινή κοινωνική επαφή στον εργασιακό χώρο, λόγω του περιορισμού, έχει εξαλειφθεί εντελώς καθώς όλες οι επικοινωνίες έχουν περιοριστεί μέσα στις ηλεκτρονικές οθόνες μετατρέποντας την εργασία μόνο σε νούμερα και παραγωγή», επισημαίνει η κ. Κανδαράκη.

Επιπλέον, σύμφωνα με την έρευνα, λίγοι εργοδότες παρείχαν εργαλεία υποστήριξης της τηλεργασίας, κυρίως φορητούς υπολογιστές, λογισμικό και εργαλεία πρόσβασης/ επικοινωνίας, αν και ειδικοί στην κυβερνοασφάλεια προειδοποιούσαν τον προηγούμενο Μάρτιο τους εργοδότες να εξοπλίσουν τους εργαζόμενους πρωτίστως για λόγους ασφάλειας των δεδομένων.

Όπως αποτυπώνεται στην έρευνα, η στάση απέναντι στην τηλεργασία είναι πιο θετική όσο μεγαλύτερο είναι το εκπαιδευτικό υπόβαθρο του ερωτώμενου, όσο μεγαλύτερο είναι το μέγεθος του οργανισμού και πιο αρνητική όσο αυξάνεται ο αριθμός των παιδιών που υπήρχαν στον ίδιο χώρο της τηλεργασίας.

Επίσης, είχαν χειρότερη στάση απέναντι στην τηλεργασία όσοι ασχολούνται με καλλιτεχνικές δραστηριότητες, αυτοί που στην εργασία τους ασχολούνται «με μηχανές, εργαλεία ή ζώα», και αυτοί που «βοηθούν άλλους ανθρώπους (πχ. εκπαίδευση, ιατρική, νοσηλευτική, παροχή πληροφοριών, κλπ)». Αντιθέτως, πιο θετικοί στην τηλεργασία ήταν όσοι κυρίως εργάζονται «με νούμερα, αρχεία ή μηχανές, με δεδομένο και τακτικό τρόπο».

Παρά τους προβληματισμούς, πάντως, οι εργαζόμενοι σε γενικές γραμμές φαίνεται να διάκεινται θετικά έναντι της τηλεργασίας, σύμφωνα με την έρευνα του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Πιο συγκεκριμένα, οι τηλεργαζόμενοι φαίνεται να αναγνωρίζουν σχεδόν απόλυτα ότι η τηλεργασία έχει οφέλη κόστους και θεωρούν ότι τους στηρίζουν κατά την τηλεργασία πρωτίστως οι συνάδελφοι και δευτερευόντως οι προϊστάμενοι και εργοδότες, σε μια σχέση αμοιβαίας εμπιστοσύνης . Σε μικρότερο βαθμό θεωρούν ότι η τηλεργασία ενισχύει την παραγωγικότητά τους, αν και γενικά είναι ευχαριστημένοι από την ευκαιρία να εργαστούν εξ αποστάσεως .

«Αυτό που σίγουρα νιώθουν οι τηλεργαζόμενοι είναι ότι εξοικονομούν χρόνο και χρήμα. Κυρίως σε σχέση με τα μεταφορικά έξοδα και τα καύσιμα προς και από την εργασία και σε σχέση με την ένδυση που δεν χρειάζεται ανανέωση», σημειώνει η Ελεάνα Γαλανάκη. Οι εργαζόμενοι εξ’ αποστάσεως έχουν αυτή την άποψη παρά το γεγονός ότι λόγω της εργασίας στο σπίτι αυξάνονται τα λειτουργικά έξοδα για παράδειγμα θέρμανσης και του κόστους επικοινωνίας.

Διεθνείς έρευνες δείχνουν ότι λόγω της πανδημίας, συντελείται μια τεράστια αλλαγή κουλτούρας σε σχέση με την εργασία. Οι επιχειρήσεις παγκοσμίως αναγκάστηκαν να βρουν τρόπους να ξεπεράσουν παραδοσιακούς φόβους που είχαν για την τηλεργασία, σε σχέση για παράδειγμα με την ασφάλεια δεδομένων και την πτώση της παραγωγικότητας επενδύοντας σε νέα συστήματα. Από την άλλη, η εργασία από το σπίτι μείωσε το φόβο των εργαζόμενων απέναντι στην πανδημία αφού είχαν την ευκαιρία να εργαστούν σε ένα προστατευμένο περιβάλλον.

Οι ειδικοί πάντως προειδοποιούν ότι οι εργαζόμενοι πρέπει να βρουν ισορροπία για να προσαρμοστούν αποτελεσματικά για την ψυχική τους υγεία στα νέα δεδομένα.

«Άλλος ένας κίνδυνος, μέσα από την τηλεργασία είναι ένα περίεργο βόλεμα, που κάποιες φορές μπορεί να οδηγήσει σε καταθλιπτική συμπτωματολογία. Το άτομο παραιτείται, δεν προσέχει την προσωπική του υγιεινή, την εξωτερική του εμφάνιση, την διατροφή και τις ώρες ύπνου του. Είναι σημαντικό το άτομο ακόμα και εάν εργάζεται από το σπίτι να χτίσει μια καθημερινή ρουτίνα με συγκεκριμένο ωράριο και δραστηριότητες. Να βάλει προτεραιότητα την φροντίδα του εαυτού, με καλή διατροφή και σωστές ώρες ύπνου προκειμένου να μην παρασυρθεί στο διάχυτο αίσθημα της αναμονής και της ματαιότητας», καταλήγει η Άννα Κανδαράκη.

ΣΧΕΤΙΚΑ