Στοχευμένοι έλεγχοι στα λύματα για ανίχνευση κορωνοϊού σε Θεσσαλονίκη, Χαλκιδική, Πιερία
Τη λήψη αποφάσεων για τοπικά lockdown και στοχευμένους μοριακούς ελέγχους σε τμήματα του πολεοδομικού συγκροτήματος της Θεσσαλονίκης, αλλά και στις τουριστικές περιοχές της Χαλκιδικής και της Πιερίας, όπου διαπιστωθεί έξαρση της διασποράς του κορωνοϊού στην κοινότητα, δύναται να υποστηρίξει η επέκταση του προγράμματος επιδημιολογίας λυμάτων που ανέπτυξε διεπιστημονική ομάδα επτά τμημάτων του ΑΠΘ σε συνεργασία με την ΕΥΑΘ.
Η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, έπειτα και από τις μετρήσεις που πραγματοποίησαν οι ερευνητές τον τελευταίο μήνα στα αστικά υγρά απόβλητα της Θεσσαλονίκης, οι οποίες δείχνουν σημαντική αυξητική τάση στη συγκέντρωση του SARS-CoV-2, υποδηλώνοντας πως υπάρχουν πολλοί ασυμπτωματικοί ή μετρίως συμπτωματικοί φορείς του ιού, αποφάσισε να συμπράξει με το Αριστοτέλειο και την Εταιρεία Ύδρευσης και Αποχέτευσης, ώστε να έχει ανά πάσα στιγμή αξιόπιστη εικόνα και να μπορεί να εισηγείται στον ΕΟΔΥ και την Πολιτική Προστασία έγκαιρες και στοχευμένες παρεμβάσεις για την προστασία της δημόσιας υγείας.
Η συνεργασία και τα στάδια υλοποίησης του καινοτόμου προγράμματος ανακοινώθηκαν σε συνέντευξη Τύπου από τον Περιφερειάρχη Κεντρικής Μακεδονίας Απόστολο Τζιτζικώστα, τον Πρύτανη του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και συντονιστή του προγράμματος καθηγητή Νίκο Παπαϊωάννου, τον πρόεδρο της ΕΥΑΘ καθηγητή Άγι Παπαδόπουλο και τον καθηγητή του Τμήματος Χημείας του ΑΠΘ, καθηγητή Θεόδωρο Καραπάντσιο.
Για τη Θεσσαλονίκη η επέκταση του προγράμματος αφορά τη χωρική εξέταση της συγκέντρωσης του κορωνοϊού στα λύματα, με την αύξηση -από 3 έως 5- των σημείων δειγματοληψιών, οι οποίες σήμερα γίνονται στην είσοδο της Εγκατάστασης Επεξεργασίας Λυμάτων Θεσσαλονίκης (ΕΕΛΘ) με μετρήσεις τρεις φορές την εβδομάδα. Κάτι τέτοιο θα δώσει τη δυνατότητα να εντοπίζονται σε πραγματικό χρόνο τα σημεία της πόλης όπου υπάρχει μεγαλύτερη διασπορά του ιού. Αντίστοιχα το πρόγραμμα δειγματοληψιών θα επεκταθεί σε όλες της περιφερειακές ενότητας της Κεντρικής Μακεδονίας, σε πόλεις που διαθέτουν εγκαταστάσεις βιολογικού καθαρισμού. Προτεραιότητα σε πρώτη φάση θα δοθεί στις ενότητες Χαλκιδικής και Πιερίας, όπου λόγω του τουριστικού τους χαρακτήρα, μπορεί να έχουν εισαγόμενα κρούσματα ασυμπτωματικών φορέων. Το ίδιο μπορεί να γίνει σε κάθε μεγάλη ξενοδοχειακή μονάδα που διαθέτει αυτόνομο αποχετευτικό σύστημα.
«Η αγωνία των επιδημιολόγων και λοιμωξιολόγων είναι ότι, ναι μεν ανακοινώνονται κάποια συγκεκριμένα κρούσματα ημερησίως, όμως υπάρχει ανησυχία μήπως υπάρχουν πολλά περισσότερα κρούσματα στην κοινότητα, ιδιαίτερα με τα λεγόμενα ορφανά και κυρίως σε περιοχές ανησυχίας- κυρίως τουριστικές και μεγάλες πόλεις. Εκεί έρχεται να απαντήσει αυτό το πρόγραμμα από την Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, το ΑΠΘ και την ΕΥΑΘ. Συλλέγοντας δείγματα από τα λύματα θα βλέπουμε τον βαθμό διασποράς του κορωνοϊού στην κοινότητα και όλα αυτά τα δεδομένα θα τα στέλνουμε για αξιολόγηση στον ΕΟΔΥ και τους αρμόδιους φορείς», εξήγησε ο κ. Τζιτζικώστας.
Διευκρίνισε δε πως «η συνεργασία δε θα είναι μόνο απευθείας με την περιφέρεια αλλά και με τους δήμους, γι’ αυτό και εγγράφως και δια ζώσης θα ενημερωθούν όλοι οι δήμαρχοι, προκειμένου να δούμε σε ποια ακριβώς σημεία θα μπορέσει να λειτουργήσει το πρόγραμμα των δειγματοληψιών».
Ο περιφερειάρχης τόνισε πως «στόχος αυτή την περίοδο -δηλαδή Ιούλιο, Αύγουστο και σίγουρα το πρώτο δεκαπενθήμερο του Σεπτεμβρίου- είναι να εστιάσουμε στις περιοχές με τουριστικό ενδιαφέρον, δηλαδή Χαλκιδική, Πιερία και στις μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες και στην επόμενη φάση, τον χειμώνα, είμαστε διατεθειμένοι να συνεργαστούμε με ό,τι μέσα διαθέτουμε με το Πανεπιστήμιο και την ΕΥΑΘ επεκτείνοντας το πρόγραμμα και στις υπόλοιπες περιοχές της Κεντρικής Μακεδονίας».
Σημειώνεται ότι η χρηματοδότηση του προγράμματος ξεκίνησε από ίδιους πόρους του ΑΠΘ και μέσα από ερευνητικά έργα των εργαστηρίων του και θα επεκταθεί με την υποστήριξη της περιφέρειας τους επόμενους μήνες. Μετά το καλοκαίρι η κοινοπραξία του ΑΠΘ με την ΕΥΑΘ θα υποβάλει ολοκληρωμένη πρόταση, ώστε να αξιολογηθεί και να ενταχθεί σε προγραμματικό χρηματοδοτικό πλαίσιο της Περιφέρειας σε βάθος χρόνου, καθώς εκτός από τη συγκέντρωση του κορωνοϊού που μετράται σήμερα, πεδίο έρευνας υπάρχει για τη μέτρηση στα λύματα της συγκέντρωσης και άλλων στοιχείων υγειονομικού ή κοινωνικού ενδιαφέροντος, όπως ναρκωτικά, αντιβιοτικά κλπ.
Τα στοιχεία για τη διασπορά του κορωνοϊού στο πολεοδομικό συγκρότημα της Θεσσαλονίκης σήμερα, αλλά και τις διακυμάνσεις από τη στιγμή που ξεκίνησαν οι δειγματοληψίες, παρουσίασε ο πρύτανης του ΑΠΘ.
«Οι μετρήσεις ξεκίνησαν στις αρχές Απριλίου, με τη συγκέντρωση του SARS-CoV-2 στα λύματα να βαίνει αυξανόμενη. Περί τα τέλη Απριλίου ήταν υψηλή, αλλά στη συνέχεια άρχισε να υποχωρεί. Από τις 5 Μαΐου έως αρχές Ιουνίου δεν καταγραφόταν παρουσία ιού στα λύματα. Από τις 7-8 Ιουνίου ξεκίνησε να καταγράφεται μία αύξηση σημαντική. Στις 18 Ιουνίου ενημερώθηκαν οι κεντρικές υπηρεσίες και βρισκόμαστε σε αγαστή συνεργασία με τον ΕΟΔΥ και την Πολιτική Προστασία», ανέφερε ο κ. Παπαϊωάννου, σημειώνοντας πως σήμερα το αποτέλεσμα της συγκέντρωσης του ιού στα λύματα τοποθετείται στα επίπεδα που καταγραφόταν τις τελευταίες ημέρες του Απριλίου και ενώ στις πιο πρόσφατες μετρήσεις δεν είναι πια τόσο εκθετικός, εξακολουθεί να είναι αυξητικός, με ενδείξεις ότι οι περισσότεροι φορείς του ιού είναι είτε μετρίως συμπτωματικοί είτε ασυμπτωματικοί.
Ο πρύτανης του ΑΠΘ υπογράμμισε τη σημασία της χωρικής εξέτασης των λυμάτων της Θεσσαλονίκης με δειγματοληψίες σε διαφορετικά σημεία του αποχετευτικού δικτύου της, εξηγώντας ότι «θα ξέρουμε ακόμη πιο ειδικά σε ποια περιοχή έχουμε το πρόβλημα».
Ο πρόεδρος της ΕΥΑΘ διευκρίνισε πως τα σημεία αυτά θα οριστικοποιηθούν τις επόμενες δύο εβδομάδες. «Θα έχουμε σύντομα την απάντηση, πρέπει να βελτιστοποιήσουμε μία επιλογή με βάση τα χαρακτηριστικά του δικτύου αποχέτευσής μας, να καταλήξουμε στους συλλεκτήρες που έχει νόημα να μετρήσουμε, ώστε να υπάρχει ικανή συγκέντρωση για την αξιοπιστία των μετρήσεων. Είναι εύκολο να πει κανείς, θα πάρω την Καλαμαριά, την Τούμπα, Χαριλάου, αλλά δεν ταιριάζει πάντα με τον τρόπο που είναι κατασκευασμένο το δίκτυο», ανέφερε ο κ. Παπαδόπουλος.
Η ομάδα του ΑΠΘ οργανώνει μία υποδομή, με στόχο να λειτουργήσει ως Εθνικό Κέντρο Αναφοράς Επιδημιολογίας Λυμάτων. Το κέντρο, στο οποίο συνεισφέρουν ερευνητές από πολλά επιστημονικά αντικείμενα, δύναται να αναλύει δείγματα που θα αποστέλλονται στο ΑΠΘ από κάθε περιοχή της Ελλάδας, αλλά και από το εξωτερικό.
Μάλιστα εξαιτίας της παγκόσμιας πρωτοτυπίας που παρουσίασε η ομάδα, εισάγοντας στα μοντέλα υπολογισμού της συγκέντρωσης του κορωνοϊού στα λύματα 24 περιβαλλοντικούς παράγοντες, ήδη λαμβάνει για ανάλυση και υπολογισμό της συγκέντρωσης του κορωνοϊού δείγματα από το Παρίσι, το Άμστερνταμ και τη Βοστόνη.
«Οτιδήποτε καταλήγει στον βιολογικό καθαρισμό θα πρέπει να έχει μία αντιστοιχία ώστε τα νούμερα να είναι πραγματικά και να μπορούν να συγκριθούν μεταξύ τους. Η παγκόσμια πρωτοτυπία της ομάδας είναι ότι μετράμε τη συγκέντρωση του ιού στα λύματα επιβάλλοντας πάντα μετρήσεις εξορθολογισμού και εξελίσσοντας το κομμάτι της επιστήμης που σχετίζεται με την επιδημιολογία των λυμάτων σε ένα τέτοιο επίπεδο που αυτή η μέθοδος έχει πλέον μία παγκόσμια πρωτοτυπία, διότι είτε βρέξει είτε δε βρέξει, είτε υπάρχουν οργανικές ενώσεις, φερτά υλικά τα οποία επηρεάζουν τη συγκέντρωση του ιού στα λύματα, ο εξορθολογισμός που επιφέρεται δίνει μία τιμή συγκεκριμένη, η οποία είναι συγκρίσιμη όλες τις περιόδους», εξήγησε ο πρύτανης.
«Άλλο μετράω την ανιχνευσιμότητα, το αν υπάρχει ή όχι ο ιός και άλλο τη συγκέντρωση, πόσο υπάρχει ανά μονάδα όγκου έτσι ώστε να μπορέσω να συγκρίνω με το χθες , με το αύριο για να μπορώ να μιλήσω για διασπορά του ιού στην κοινότητα ή το αντίθετο. Αν ισχυριστεί κάποιος ότι μετράει απλώς τον κορωνοϊό χωρίς να πάρει υπόψη τις περιβαλλοντικές μετρήσεις τότε πλανάται. Πρέπει να είμαστε σοβαροί, να είμαστε στηριγμένοι σε επιστημονικά μέσα για να δώσουμε μια πληροφορία χρήσιμη, ώστε να υπάρξουν αποφάσεις για τη δημόσια υγεία», τόνισε ο κ. Καραπάντσιος, ενώ σχετικά με την αξία της μεθόδου εξήγησε: «Εμείς σε 24 ώρες βλέπουμε την παρουσία του ιού, ενώ κάποιος για να νοσήσει θέλει 5-7 μέρες. Δεν έρχεται η επιδημιολογία λυμάτων να αντικαταστήσει τα μοριακά τεστ έρχεται να τα κατευθύνει, να πει ότι “σε αυτή την περιοχή βλέπω κάτι να ανεβαίνει πάνε και κάνε μετρήσεις”. Είναι πολύ οικονομικότερο και αποδοτικό».