ΔΣΑ κατά Εισαγγελίας για έρευνα σε στελέχη τράπεζας
Kατά της Εισαγγελίας Διαφθοράς στρέφεται o Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών, με αφορμή την κλήση τραπεζικών στελεχών μεγάλης τράπεζας ως υπόπτων. Μάλιστα, καταγγέλλει ότι κατά τη διαδικασία υπήρξαν σημαντικές παραβιάσεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση, «πληροφορηθήκαμε σήμερα ότι κλήθηκαν στην Εισαγγελία Διαφθοράς ως ύποπτοι 50 περίπου πολίτες, και συνάδελφοι, συνήγοροί τους, οξύτατα διαμαρτυρήθηκαν για τη δικονομική ασυνέπεια της Εισαγγελίας, προσέφυγαν δε προς τούτο και στον Πρόεδρο του ΔΣΑ, παραπονούμενοι για πολλαπλές παραβιάσεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με την έγγραφη αναφορά που κατέθεσαν πληρεξούσιοι δικηγόροι των κατηγορουμένων, οι φερόμενοι ως ύποπτοι κλήθηκαν με πανομοιότυπες κλήσεις, χωρίς να αναφέρονται οι διερευνώμενες κατηγορίες ή να μνημονεύονται οι διατάξεις των αδικημάτων για των οποίων την τέλεση διερευνώνται.
Οι διερευνώμενες κατηγορίες δεν τους γνωστοποιήθηκαν, όταν οι φερόμενοι ως ύποπτοι ή οι συνήγοροί τους εμφανίστηκαν στην Εισαγγελία Διαφθοράς, αλλά μόνο κατόπιν πολλών διαμαρτυριών γνωστοποιήθηκαν προφορικά από τους τέσσερις Επικούρους Εισαγγελείς Διαφθοράς, όλως αορίστως και κατά μη προσωποποιημένο τρόπο, τα διερευνώμενα αδικήματα. Κυρίως, όμως, η χορηγηθείσα προθεσμία προς παροχή εγγράφων εξηγήσεων ορίσθηκε εντός των επόμενων τριών εργασίμων ημερών, δηλ. την Τετάρτη 26.06.2019.
Σημειώνεται ότι μέχρι σήμερα ουδείς έχει παραλάβει την ογκωδέστατη δικογραφία, αφού εκκρεμεί ακόμη η φωτοτυπική της αναπαραγωγή. Τούτο καταδεικνύει ότι το χρονικό περιθώριο που δόθηκε είναι προδήλως ασφυκτικό και ανεπαρκές. Απορρίφθηκαν δε, πάραυτα όλες οι αιτήσεις, προφορικές και έγγραφες, για παράταση της χορηγηθείσας προθεσμίας προς παροχή έγγραφων εξηγήσεων σε μία τόσο μεγάλη δικογραφία.
Ο ΔΣΑ, χωρίς -κατά πάγια αρχή- να παρεμβαίνει σε εκκρεμείς υποθέσεις, και χωρίς να λαμβάνει θέση επί του πραγματικού της συγκεκριμένης υποθέσεως, σημειώνει εμφαντικά ότι οι δικαστικές και εισαγγελικές αρχές οφείλουν, αυτονοήτως, να σέβονται:
α) το άρθρο 6 § 1 εδ. 1 της ΕΣΔΑ (Ν.Δ. 53/1974), που κατοχυρώνει και εγγυάται την πλήρη και αποτελεσματική δικαστική προστασία κάθε πολίτη, που καλείται ως ύποπτος ή κατηγορούμενος, και απαγορεύει τη θέση πραγματικών ή νομικών εμποδίων, που δυσχεραίνουν την πρόσβαση σε οποιοδήποτε δικαστικό λειτουργό ή δικαστήριο και την ακροάση απ’ αυτό.
β) το άρθρο 6 § 3 α, β της ΕΣΔΑ, που προβλέπει ότι ο κατηγορούμενος [και ο ύποπτος (αρθρ. 31 ΚΠοινΔ)] έχει δικαίωμα να πληροφορηθεί τις λεπτομέρειες, τη φύση και τον λόγο της εναντίον του κατηγορίας και να του διατεθεί ο αναγκαίος χρόνος για την προετοιμασία της υπερασπίσεώς του.
γ) το άρθρο 25 του Συντάγματος, που καθιερώνει την αρχή της αναλογικότητος, η οποία τυγχάνει εφαρμογής και στο ποινικό δικονομικό δίκαιο, επιτάσσει δε, την παροχή επαρκούς χρόνου για την προετοιμασία του κατηγορουμένου ή υπόπτου σε μία τόσο ογκώδη δικογραφία.
δ) το άρθρο 99Α ΚΠΔ, που ρητά κατοχυρώνει το δικαίωμα ενημέρωσης σχετικά με την κατηγορία και το δικαίωμα πρόσβασης στο υλικό της δικογραφίας.
Μάλιστα, το άρθρο 244 του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, που θα ισχύσει από 01.07.2019, πάντα τα ανωτέρω ρητά κατοχυρώνει.
Οι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί οφείλουν να σέβονται τους ανωτέρω θεμελιώδεις κανόνες δικαίου και να συμβάλλουν εμπράκτως στην εμπέδωση της εμπιστοσύνης των πολιτών στη Δικαιοσύνη.
Δημήτρης Κ. Βερβεσός
Πρόεδρος ΔΣΑ».